Γεν. 7,11 ἐν τῷ ἑξακοσιοστῷ
ἔτει ἐν τῇ ζωῇ τοῦ Νῶε, τοῦ δευτέρου
μηνός, ἑβδόμῃ καὶ εἰκάδι τοῦ μηνός, τῇ ἡμέρᾳ
ταύτῃ ἐῤῥάγησαν πᾶσαι αἱ πηγαὶ τῆς
ἀβύσσου, καὶ οἱ καταῤῥάκται τοῦ οὐρανοῦ
ἠνεῴχθησαν.
Γεν. 7,11 Κατά το εξακοσιοστόν έτος της ηλικίας του Νώε,
εις τας είκοσι δύο του δευτέρου μηνός διερράγησαν όλαι αι πηγαί των υπογείων
υδάτων και των θαλασσών και ήνοιξαν οι καταρράκται του ουρανού εις
καταρρακτώδεις βροχάς.
Γεν. 7,12 καὶ ἐγένετο
ὑετὸς ἐπὶ τῆς γῆς τεσσαράκοντα ἡμέρας
καὶ τεσσαράκοντα νύκτας.
Γεν. 7,12 Εβρεχε δε συνεχώς επί τεσσαράκοντα ημερονύκτια εις
την γην.
Γεν. 7,13 ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ταύτῃ εἰσῆλθε Νῶε, Σήμ, Χάμ, Ἰάφεθ, οἱ υἱοὶ
Νῶε, καὶ ἡ γυνὴ Νῶε καὶ αἱ τρεῖς
γυναῖκες τῶν υἱῶν αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ
εἰς τὴν κιβωτόν.
Γεν. 7,13 Κατά την ημέραν αυτήν, όπως είχε διατάξει ο Θεός,
εισήλθεν εις την κιβωτόν ο Νώε και τα παιδιά του, ο Σημ, ο Χαμ και ο Ιάφεθ, η
γυναίκα του Νώε και αι τρεις γυναίκες των παιδιών του.
Γεν. 7,14 καὶ πάντα τὰ
θηρία κατὰ γένος καὶ πάντα τὰ κτήνη κατὰ γένος καὶ
πᾶν ἑρπετὸν κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς
κατὰ γένος καὶ πᾶν ὄρνεον πετεινὸν κατὰ
γένος αὐτοῦ
Γεν. 7,14 Μαζή του επίσης είχον εισέλθει όλα τα θηρία κατά
τα είδη αυτών και όλα τα κτήνη κατά τα είδη αυτών και όλα τα είδη των ερπετών
που σύρονται εις την γην, και όλα τα πτηνά του ουρανού κατά τα είδη αυτών.
Γεν. 7,15 εἰσῆλθον
πρὸς Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, δύο δύο ἄρσεν καὶ
θῆλυ ἀπὸ πάσης σαρκός, ἐν ᾧ ἐστι πνεῦμα
ζωῆς.
Γεν. 7,15 Κατά ζεύγη, άρρενα και θήλεα, εισήλθον μαζή με
τον Νώε εις την κιβωτόν, κάθε ζωντανόν της ξηράς.
Γεν. 7,16 καὶ τὰ εἰσπορευόμενα
ἄρσεν καὶ θῆλυ ἀπὸ πάσης σαρκὸς εἰσῆλθε,
καθὰ ἐνετείλατο ὁ Θεὸς τῷ Νῶε. καὶ ἔκλεισε
Κύριος ὁ Θεὸς τὴν κιβωτὸν ἔξωθεν αὐτοῦ.
Γεν. 7,16 Τα εισελθόντα εις την κιβωτόν ζώα ήσαν από όλα τα
είδη αρσενικά και θηλυκά, όπως είχε διατάξει ο Θεός τον Νώε. Και αφού τα πάντα
ησφαλίσθησαν εις την κιβωτόν, έκλεισεν ο ίδιος ο Θεός απ' έξω την κιβωτόν.
Γεν. 7,17 Καὶ ἐγένετο
ὁ κατακλυσμὸς τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα
νύκτας ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐπεπληθύνθη τὸ
ὕδωρ καὶ ἐπῆρε τὴν κιβωτόν, καὶ ὑψώθη
ἀπὸ τῆς γῆς.
Γεν. 7,17 Ο κατακλυσμός εγίνετο επί τεσσαράκοντα κατά
συνέχειαν ημερονύκτια εις την γην και επληθύνθη πάρα πολύ το νερό επάνω εις την
γην, ανεσήκωσε την κιβωτόν εις την επιφάνειάν του και την ύψωσεν επάνω από την
γην.
Γεν. 7,18 καὶ ἐπεκράτει
τὸ ὕδωρ καὶ ἐπληθύνετο σφόδρα ἐπὶ τῆς
γῆς, καί ἐπεφέρετο ἡ κιβωτὸς ἐπάνω τοῦ ὕδατος.
Γεν. 7,18 Και εκυριάρχει συνεχώς το ύδωρ και επληθύνετο
ολονέν και περισσότερον επάνω εις την γην, η δε κιβωτός εφέρετο επάνω εις τα
ύδατα.
Γεν. 7,19 τὸ δὲ ὕδωρ
ἐπεκράτει σφόδρα σφόδρα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐκάλυψε
πάντα τὰ ὄρη τὰ ὑψηλά, ἃ ἦν ὑποκάτω
τοῦ οὐρανοῦ·
Γεν. 7,19 Και εξωγκώθη ακόμη περισσότερον το ύδωρ και
υπερεπληθύνθη και εσκέπασεν όλα τα όρη τα υψηλά, όσα υπήρχον κάτω από τον
ουρανόν.
Γεν. 7,20 πεντεκαίδεκα πήχεις ὑπεράνω
ὑψώθη τὸ ὕδωρ καὶ ἐπεκάλυψε πάντα τὰ ὄρη
τὰ ὑψηλά.
Γεν. 7,20 Δέκα πέντε πήχεις επάνω από τα υψηλότερα όρη υψώθη
το ύδωρ και εσκέπασεν εξ ολοκλήρου αυτά.
Γεν. 7,21 καὶ ἀπέθανε
πᾶσα σὰρξ κινουμένη ἐπὶ τῆς γῆς τῶν
πετεινῶν καὶ τῶν κτηνῶν καὶ τῶν θηρίων καὶ
πᾶν ἑρπετὸν κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ
πᾶς ἄνθρωπος.
Γεν. 7,21 Επνίγη δε και απέθανε μέσα εις τα ύδατα του
κατακλυσμού κάθε ζωϊκή υπαρξις της γης, τα πτηνά του ουρανού και τα κτήνη και
τα θηρία και τα ερπετά που σύρονται εις την γην και κάθε άνθρωπος·
Γεν. 7,22 καὶ πάντα, ὅσα
ἔχει πνοὴν ζωῆς, καὶ πᾶν, ὃ ἦν ἐπὶ
τῆς ξηρᾶς, ἀπέθανε.
Γεν. 7,22 και όλα όσα έχουν ζωήν και αναπνέουν, κάθε τι το
οποίον έζη εις την ξηράν επνίγη.
Γεν. 7,23 καὶ ἐξήλειψε
πᾶν τὸ ἀνάστημα, ὃ ἦν ἐπί προσώπου τῆς
γῆς, ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους καὶ ἑρπετῶν
καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἐξηλείφθησαν
ἀπὸ τῆς γῆς· καὶ κατελείφθη μόνος Νῶε
καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἐν τῇ κιβωτῷ.
Γεν. 7,23 Τοιουτοτρόπως ο Θεός εξηφάνισε κάθε ζωντανήν
ύπαρξιν επί της γης από ανθρώπου μέχρι των κτηνών και ερπετών και πτηνών του
ουρανού· τα πάντα εξηφανίσθησαν από το πρόσωπον της γης. Εμεινε δε εν τη ζωή
μόνον ο Νώε και όσοι ήσαν μαζή με αυτόν εις την κιβωτόν.
Γεν. 7,24 καὶ ὑψώθη
τὸ ὕδωρ ἐπὶ τῆς γῆς ἡμέρας ἑκατὸν
πεντήκοντα.
Γεν. 7,24 Και το ύδωρ κατεπλημμύρισε την επιφάνειαν της γης
επί εκατόν πεντήκοντα ημέρας.
Γεν. 8,1 Καὶ ἀνεμνήσθη
ὁ Θεὸς τοῦ Νῶε καὶ πάντων τῶν θηρίων καὶ
πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάντων τῶν πετεινῶν καὶ
πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων, ὅσα ἦν
μετ᾿ αὐτοῦ ἐν τῇ κιβωτῷ, καὶ ἐπήγαγεν
ὁ Θεὸς πνεῦμα ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἐκόπασε
τὸ ὕδωρ,
Γεν. 8,1 Ενεθυμήθη δε ο Θεός τον Νώε και όλα τα θηρία
και όλα τα κτήνη και όλα τα πτηνά και όλα τα ερπετά, που σύρονται εις την γην,
όλα όσα ευρίσκοντο μαζή με τον Νώε εις την κιβωτόν· και έστειλε τότε ο Θεός
άνεμον εις την γην, συνεπεία του οποίου ήρχισε να υποχωρή και να ελαττώνεται το
ύδωρ, που εσκέπαζε την γην.
Γεν. 8,2 καὶ ἐπεκαλύφθησαν
αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου καὶ οἱ καταῤῥάκται
τοῦ οὐρανοῦ, καὶ συνεσχέθη ὁ ὑετὸς ἀπὸ
τοῦ οὐρανοῦ.
Γεν. 8,2 Επωματίσθησαν κατά διαταγήν του Θεού αι πηγαί
της ξηράς και της θαλάσσης, έκλεισαν οι καταρράκται του ουρανού και εσταμάτησε
τελείως η κατακλυσμιαία βροχή.
Γεν. 8,3 καὶ ἐνεδίδου
τὸ ὕδωρ πορευόμενον ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἠλαττονοῦτο
τὸ ὕδωρ μετὰ πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν ἡμέρας.
Γεν. 8,3 Το ύδωρ υποχωρούσε ολονέν και περισσότερον και
απεσύρετο από την γην. Μετά εκατόν πεντήκοντα ημέρας από την έναρξιν του
κατακλυσμού ήρχισε να υποχωρή το ύδωρ.
Παρ. 10,1 Υἱὸς σοφὸς
εὐφραίνει πατέρα, υἱὸς δὲ ἄφρων λύπη τῇ
μητρί.
Παρ. 10,1 Ο συνετός και ενάρετος υιός ευφραίνει τον πατέρα
του. Εξ αντιθέτου το άμυαλο και άστοργο παιδί είναι λύπη και πικρία δια την
μητέρα του.
Παρ. 10,2 οὐκ ὠφελήσουσι
θησαυροὶ ἀνόμους, δικαιοσύνη δὲ ῥύσεται ἐκ
θανάτου.
Παρ. 10,2 Οι θησαυροί, που απεκτήθησαν με παρανομίας, δεν
έχουν να ωφελήσουν τίποτε τους παρανόμους ανθρώπους. Εξ αντιθέτου η ελεημοσύνη
και γενικώτερον η αρετή θα σώση τον άνθρωπον από την καταστροφήν και τον
πνευματικόν θάνατον.
Παρ. 10,3 οὐ λιμοκτονήσει
Κύριος ψυχὴν δικαίαν, ζωὴν δὲ ἀσεβῶν ἀνατρέψει.
Παρ. 10,3 Ο Κυριος δεν θα επιτρέψη να πεθάνη από την πείναν ο
δίκαιος. Την καλοζωΐαν όμως και ευημερίαν των ασεβών θα την αναποδογυρίση και
θα την εξαφανίση
Παρ. 10,4 πενία ἄνδρα
ταπεινοῖ, χεῖρες δὲ ἀνδρείων πλουτίζουσιν. 4α υἱὸς
πεπαιδευμένος σοφὸς ἔσται, τῷ δὲ ἄφρονι διακόνῳ
χρήσεται.
Παρ. 10,4 Η πτωχεία εξευτελίζει τον οκνηρόν και ράθυμον. Εξ
αντιθέτου τα χέρια των εργατικών ανθρώπων φέρουν πλούτη.
Παρ. 10,5 διεσώθη ἀπὸ
καύματος υἱὸς νοήμων, ἀνεμόφθορος δὲ γίνεται ἐν ἀμητῷ
υἱὸς παράνομος.
Παρ. 10,5 Ο φρόνιμος και εξυπνος υιός γνωρίζει να
προφυλάσσεται από τας παγίδας της αμαρτίας, όπως από την ηλίασιν εν καιρώ
θέρους. Ο ασύνετος όμως και παράνομος υιός γίνεται δυστυχής και άθλιος, σαν το
μαραμμένον φυτόν κατά τον καιρόν του θερισμού, το οποίον κατέστρεψεν ο
καυστικος λίβας.
Παρ. 10,6 εὐλογία Κυρίου ἐπὶ
κεφαλὴν δικαίου, στόμα δὲ ἀσεβῶν καλύψει πένθος ἄωρον.
Παρ. 10,6 Η ευλογία του Θεού πλουσία κατέρχεται εις την
κεφαλήν του εναρέτου. Το δε στόμα των ασεβών θα το σκεπάση πρόωρα η σιγή του
θανάτου.
Παρ. 10,7 μνήμη δικαίων μετ᾿
ἐγκωμίων, ὄνομα δὲ ἀσεβοῦς σβέννυται.
Παρ. 10,7 Η ανάμνησις των δικαίων συνοδεύεται πάντοτε από
επαίνους και εγκώμια, ενώ το όνομα του ασεβούς θα σβήση δια παντός.
Παρ. 10,8 σοφὸς καρδίᾳ
δέξεται ἐντολάς, ὁ δὲ ἄστεγος χείλεσι σκολιάζων ὑποσκελισθήσεται.
Παρ. 10,8 Ο κατά Θεόν παιδαγωγημένος και μορφωμένος, ο σοφός,
δέχεται συμβουλάς εκ μέρους των άλλων. Εκείνος όμως που έχει απύλωτον και
αχαλίνωτον το στόμα του και λέγει πονηρά και διεστραμμένα, θα καταφρονηθή από
τους άλλους.
Παρ. 10,9 ὃς πορεύεται ἁπλῶς,
πορεύεται πεποιθώς, ὁ δὲ διαστρέφων τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ,
γνωσθήσεται.
Παρ. 10,9 Οποιος πορεύεται με αθωότητα και ευθύτητα, προχωρεί
με πεποίθησιν και θάρρος, διότι δεν θα καταισχυνθή. Εξ αντιθέτου εκείνος, του
οποίου οι δρόμοι της ζωής είναι δόλιοι και διεστραμμένοι, θα γίνη μίαν ημέραν
γνωστός και θα καταφρονηθή.
Παρ. 10,10 ὁ ἐννεύων ὀφθαλμοῖς
μετὰ δόλου, συνάγει ἀνδράσι λύπας, ὁ δὲ ἐλέγχων
μετὰ παῤῥησίας, εἰρηνοποιεῖ.
Παρ. 10,10 Εκείνος που κάνει με τα μάτια του νοήματα
συγκατανεύσεως, ανειλικρινή όμως και δόλια, συσσωρεύει πικρίας και λύπας στους
ανθρώπους. Εξ αντιθέτου εκείνος ο οποίος ελέγχει φανερά και μετά θάρρους,
αποκαθιστά ειρήνην στον ίδιον τον άνθρωπον και στους ανθρώπους μεταξύ των.
Παρ. 10,11 πηγὴ ζωῆς ἐν
χειρὶ δικαίου, στόμα δὲ ἀσεβοῦς καλύψει ἀπώλεια.
Παρ. 10,11 Εις το χέρι του δικαίου υπάρχει η πηγή της ζωής, της
καλωσύνης και της αγάπης. Εξ αντιθέτου το πονηρόν στόμα του ασεβούς θα το
σκεπάση η απώλεια και ο όλεθρος.
Παρ. 10,12 μῖσος ἐγείρει
νεῖκος, πάντας δὲ τοὺς μὴ φιλονεικοῦντας καλύπτει
φιλία.
Παρ. 10,12 Το μίσος προκαλεί και δημιουργεί φιλονεικίας και
έριδας, όλους δε εκείνους που δεν φιλονεικούν, τους στεγάζει και τους συνδέει
φιλία και αγάπη.
Παρ. 10,13 ὃς ἐκ
χειλέων προφέρει σοφίαν, ῥάβδῳ τύπτει ἄνδρα ἀκάρδιον.
Παρ. 10,13 Οποιος βγάζει από τα χείλη του σοφούς κατά Θεόν
λόγους, είναι σαν να κτυπά με ράβδον τον ψυχικώς ακαλλιέργητον άνθρωπον.
Παρ. 10,14 σοφοὶ κρύψουσιν αἴσθησιν,
στόμα δὲ προπετοῦς ἐγγίζει συντριβῇ.
Παρ. 10,14 Οι πραγματικά σοφοί αποταμιεύουν και κρύπτουν εντός
των την γνώσιν, δια να την χρησιμοποιήσουν εκεί που πρέπει, ενώ το στόμα του
απερίσκεπτου, που επιπολαίως πετάει τα λόγια του, οδηγεί εις πλήρη συντριβήν.
Παρ. 10,15 κτῆσις πλουσίων
πόλις ὀχυρά, συντριβὴ δὲ ἀσεβῶν πενία.
Παρ. 10,15 Η περιουσία των ευσεβών πλουσίων μένει σταθερά ωσάν
την ωχυρωμένην πόλιν, τους ασεβείς όμως, και αν πλουτήσουν, θα τους συντρίψη εν
τέλει η φτώχεια.
Παρ. 10,16 ἔργα δικαίων ζωὴν
ποιεῖ, καρποὶ δὲ ἀσεβῶν ἁμαρτίας.
Παρ. 10,16 Τα έργα των δικαίων καθιστούν την ζωήν αυτών των
ιδίων και των άλλων ευτυχισμένην, ενώ οι καρποί των ασεβών είναι αι ψυχοκτόνοι
αμαρτίαι.
Παρ. 10,17 ὁδοὺς
δικαίας ζωῆς φυλάσσει παιδεία, παιδεία δὲ ἀνεξέλεγκτος πλανᾶται.
Παρ. 10,17 Η κατά Θεόν διαπαιδαγώγησις και μόρφωσις διατηρεί
ορθάς τας πορείας της ζωής μας. Εξ αντιθέτου η κακή ανατροφή, η χωρίς
υποδείξεις και ελέγχους παιδαγωγία οδηγεί εις ολεθρίας πλάνας.
Παρ. 10,18 καλύπτουσιν ἔχθραν
χείλη δίκαια, οἱ δὲ ἐκφέροντες λοιδορίας ἀφρονέστατοί εἰσιν.
Παρ. 10,18 Και αν υπάρχη κάποια εχθρότης εις την καρδίαν των
δικαίων ανθρώπων, το στόμα των δεν την εκφράζει, αλλά την σκεπάζει. Εξ
αντιθέτου αυτοί, οι οποίοι εκστομίζουν λόγους υβριστικούς, είναι αφρονέστατοι
και ανοητότατοι.
Παρ. 10,19 ἐκ πολυλογίας οὐκ
ἐκφεύξῃ ἁμαρτίαν, φειδόμενος δὲ χειλέων νοήμων ἔσῃ.
Παρ. 10,19 Από την πολυλογίαν δεν θα ξεφύγης την αμαρτίαν, ενώ
εάν προσέχης τα χείλη σου και είσαι λιγοστός εις τα λόγια σου, θα φανής συνετός
και φρόνιμος.
Παρ. 10,20 ἄργυρος
πεπυρωμένος γλῶσσα δικαίου, καρδία δὲ ἀσεβοῦς ἐκλείψει.
Παρ. 10,20 Η γλώσσα του δικαίου είναι καθαρά ωσάν τον άργυρον,
που έχει καθαρισθή δια του πυρός, ενώ η καρδία του ασεβούς είναι διεφθαρμένη
και θα εξαφανισθή.
Παρ. 10,21 χείλη δικαίων ἐπίσταται
ὑψηλά, οἱ δὲ ἄφρονες ἐν ἐνδείᾳ τελευτῶσιν.
Παρ. 10,21 Τα χείλη των δικαίων γνωρίζουν να ομιλούν δι' υψηλά
και σοφά νοήματα. Ενῷ οι αμαρτωλοί και
ασύνετοι πεθαίνουν μέσα εις την πνευματικήν των γυμνότητα και πτωχείαν.
Παρ. 10,22 εὐλογία Κυρίου ἐπὶ
κεφαλὴν δικαίου· αὕτη πλουτίζει, καὶ οὐ μὴ
προστεθῇ αὐτῇ λύπη ἐν καρδία.
Παρ. 10,22 Η ευλογία του Κυρίου πλουσία κατέρχεται εις την
κεφαλήν του δικαίου. Αυτή τον κάμνει πλούσιον και χάρις εις αυτήν δεν θα
κατακυριεύση λύπη την καρδίαν του.
Ησ. ια΄10- 13, 16, ιβ΄1-2
Ησ. 11,10 Καὶ ἔσται ἐν
τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἡ ῥίζα τοῦ Ἰεσσαὶ
καὶ ὁ ἀνιστάμενος ἄρχειν ἐθνῶν, ἐπ᾿
αὐτῷ ἔθνη ἐλπιοῦσι, καὶ ἔσται ἡ
ἀνάπαυσις αὐτοῦ τιμή.
Ησ. 11,10 Κατά την ημέραν εκείνην ο ευλογημένος αυτός
απόγονος του Ιεσσαί, ο Μεσσίας, θα εμφανισθή ως άρχων των εθνών, θα είναι μέγας
κατά την αρετήν και την δύναμιν, ώστε τα έθνη θα στηρίξουν εις αυτόν τας
ελπίδας των. Ο θρόνος του και η διαμονή του θα είναι ένδοξος και τιμημένη.
Ησ. 11,11 καὶ ἔσται τῇ
ἡμέρᾳ ἐκείνη προσθήσει Κύριος τοῦ δεῖξαι τὴν
χεῖρα αὐτοῦ τοῦ ζηλῶσαι τὸ καταλειφθὲν
ὑπόλοιπον τοῦ λαοῦ, ὃ ἂν καταλειφθῇ ἀπὸ
τῶν Ἀσσυρίων καὶ ἀπὸ Αἰγύπτου καὶ
Βαβυλωνίας καὶ Αἰθιοπίας καὶ ἀπὸ Ἐλαμιτῶν
καὶ ἀπὸ ἡλίου ἀνατολῶν καὶ ἐξ Ἀραβίας.
Ησ. 11,11 Κατά την ημέραν εκείνην ο Κυριος θα δείξη και θα
άπλωση το χέρι του, δια να φανερώσ·η την αγάπην του εις όσους απέμειναν ως
υπόλοιπον του ισραηλιτικού λαού· εις αυτούς, που απέμειναν εις την Ασσυρίαν,
εις την Αίγυπτον, εις την Βαβυλώνα, εις την Αιθιοπίαν, εις την χώραν των
Ελαμιτών, εις τας ανατολικός χώρας και εις την Αραβιαν.
Ησ. 11,12 καὶ ἀρεῖ
σημεῖον εἰς τὰ ἔθνη καὶ συνάξει τοὺς ἀπολομένους
Ἰσραὴλ καὶ τοὺς διεσπαρμένους τοῦ Ἰούδα
συνάξει ἐκ τῶν τεσσάρων πτερύγων τῆς γῆς.
Ησ. 11,12 Ο Κυριος θα υψώση σημαίαν εις τα έθνη και θα
συγκεντρώση τους χαμένους ανά τα έθνη άνδρας του Ισραήλ, και τους
διασκορπισμένους Ιουδαίους θα συγκεντρώση από τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος.
Ησ. 11,13 καὶ ἀφαιρεθήσεται
ὁ ζῆλος Ἐφραὶμ καὶ οἱ ἐχθροὶ Ἰούδα
ἀπολοῦνται· Ἐφραὶμ οὐ ζηλώσει Ἰούδαν,
καὶ Ἰούδας οὐ θλίψει Ἐφραίμ.
Ησ. 11,13 Η παλαιά ζηλοφθονία και διχόνοια του Ισραήλ και
του Ιούδα θα εξαλειφθή και οι εχθροί της φυλής Ιούδα θα καταστραφούν. Οι
Ισραηλίται δεν θα ζηλοφθονούν πλέον τους Ιουδαίους και οι Ιουδαίοι δεν θα
καταθλίβουν με πολέμους τους Ισραηλίτας.
Ησ. 11,16 καὶ ἔσται
δίοδος τῷ καταλειφθέντι μου λαῷ ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ
ἔσται τῷ Ἰσραὴλ ὡς ἡ ἡμέρα ὅτε ἐξῆλθεν
ἐκ γῆς Αἰγύπτου.
Ησ. 11,16 Εις τον λαόν μου, ο οποίος ευρίσκεται εν Αιγύπτω,
θα ανοιχθή δίοδος, όπως ακριβώς ηνοίχθη δια τους Ισραηλίτας κατά την ημέραν,
που αυτοί εξήλθον από την Αίγυπτον καταδιωκόμενοι από τον Φαραώ.
Ησ. 12,1 Καὶ ἐρεῖς
ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ· εὐλογήσω σε,
Κύριε, διότι ὠργίσθης μοι καὶ ἀπέστρεψας τὸν θυμόν σου
καὶ ἠλέησάς με.
Ησ. 12,1 Και τότε κάθε λυτρωμένος γεμάτος χαράν, θα
διαλαλήση κατά την ευλογημένην εκείνην ημέραν· Θα σε δοξολογήσω, Κυριε, διότι
ωργίσθης μεν κατά λόγον δικαιοσύνης εναντίον μου, αλλά χάρις στο έλεός σου
κατεπράϋνες τον θυμόν σου και με ηλεήσες.
Ησ. 12,2 ἰδοὺ ὁ
Θεός μου σωτήρ μου Κύριος, πεποιθὼς ἔσομαι ἐπ᾿ αὐτῷ
καὶ σωθήσομαι ἐν αὐτῷ καὶ οὐ φοβηθήσομαι,
διότι ἡ δόξα μου καὶ ἡ αἴνεσίς μου Κύριος καὶ ἐγένετό
μοι εἰς σωτηρίαν.
Ησ. 12,2 Ιδού, δ Θεός, ο Κυριος είναι ο σωτήρ μου, εις
αυτόν μόνον θα έχω και θα στηρίζω την πεποίθησίν μου, και αυτός θα με σώση.
Ποτέ δεν θα φοβηθώ πλέον, διότι η δόξα μου και η δοξολογία μου είναι ο Κυριος,
ο οποίος μου εχαρισε την σωτηρίαν.