Ἦλθε στὸ Μοναστήρι ἕνας νέος ἀδελφός, ποὺ προσκολλήθηκε σὲ μένα καὶ
ἤθελε ὅλη τὴν ὥρα νὰ τοῦ λέω μιὰ συμβουλή, νὰ μοῦ πεῖ τί ἔκανε, ὅτι
εἶναι χαρούμενος ἢ στενοχωρημένος.
— Τί νὰ κάνω, Γέροντα; Ἂν τὸν περιφρονήσω, παραπονεῖται στὸ Γέροντα. Ἂν τὸν ἀκούω κάθε φορά, δὲν ξέρω ἂν ὠφελούμαστε.
— Ἔμπλεξες ἄσχημα.