Ένας ναυτικός, από τήν πόλη του Κέρτς ο Αντρέϊ Γκαπτσένσκο, ήρθε μέ τήν γυναίκα, τήν κόρη καί
μιά αδελφή του γιά προσκύνημα στό Κίεβο, τό 1851.
Οι προσκυνητές
πέρασαν αρκετές μέρες στό Κίεβο. Έχοντας επισκεφθή τά άξιόλογα μέρη, κατέληξαν στο
Κιτάγιεφ γιά νά συναντήσουν τόν Στάρετς Θεόφιλο.
Ο μακάριος
βγήκε απ’ τό κελί του καί στράφηκε αμέσως στήν σύζυγο του Γκαπτσένσκο, την Ευδοκία
Τριφόνοβνα, ρωτώντας την:
«Ζεις κοντά
στήν θάλασσα;».
«Ναι, κοντά
στή θάλασσα, Μπάτουσκα».
«Καί είναι ο
κολπίσκος που ζεις βαθύς;».
«Δεν ξέρω,
Μπάτουσκα, δέν τόν μέτρησα ποτέ, απάντησε γεμάτη έκπληξη η Ευδοκία, ρίχνοντας
φοβισμένες ματιές πρός τούς συγγενείς της».
«Την Τετάρτη
καί την Παρασκευή, αγόρασε θυμίαμα καί κεριά καί δώστα στην εκκλησία γιά τήν
σωτηρία της ψυχής σου, γιατί τόχεις ρίξει μόνο στις δουλειές καί πουλάς ψάρια».
Μ’ αυτά τά
λόγια, τους εύλόγησε όλους και έφυγε.