Ἁγίου
Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ
Ψάλλει
ὁ πνευματοφόρος θεῖος ψαλμωδός,
ἀγγίζοντας τίς ἠχηρές χορδές τοῦ
ψαλτηρίου του.
Δέν
μποροῦσα νά τόν προσέξω, ὅσο βρισκόμουν
στούς δυνατούς θορύβους του κόσμου.
Τώρα, στήν ἡσυχία τῆς μονώσεως, ἀρχίζω
ν᾿ ἀφουγκράζομαι τόν μυστικό ψαλμωδό.
Τώρα οἱ ἦχοι
καί ὁ ὕμνος του μοῦ γίνονται πιό
κατανοητοί. Σάν ν᾿ ἀπέκτησα δυό νέες
ἱκανότητες, τήν ἱκανότητα νά τόν προσέχω
καί τήν ἱκανότητα νά τόν κατανοῶ. Οἱ
ἦχοι του γεννοῦν μέσα μου ἕνα πρωτόγνωρο
αἴσθημα καί τά λόγια του μιά καινούργια
ἀντίληψη, ἀντίληψη θαυμαστή, ναί,
θαυμαστή, σάν τή θεία σοφία.
Σαούλ,
πάψε νά παραφέρεσαι! Ἄς φύγει μακριά
σου τό πονηρό πνεῦμα! Γιατί τώρα ψάλλει
ὁ ἅγιος Δαβίδ, παίζει τό μελωδικό του
ψαλτήρι!
Σαούλ
ἀποκαλῶ τόν νοῦ μου, πού ἀναστατώνεται
καί ταράζεται ἀπό τούς λογισμούς τοῦ
πονηροῦ κοσμοκράτορα. Αὐτός, ὁ νοῦς
μου, τόσο κατά τήν πλάση του ὅσο καί
κατά τή λύτρωσή του ἀπό τή θυσία τοῦ
Θεανθρώπου, ὁρίστηκε ἀπό τόν Θεό
βασιλιάς καί κυρίαρχος τῆς ψυχῆς καί
τοῦ σώματός μου. Ἔγινε, δηλαδή, ὅ,τι
καί ὁ Σαούλ. Μόλις ἐγκαθιδρύθηκε ἡ
βασιλεία τοῦ Ἰσραήλ.