Α Κορ. 16,4 ἐὰν δὲ ᾖ
ἄξιον τοῦ κἀμὲ πορεύεσθαι, σὺν ἐμοὶ
πορεύσονται.
Α Κορ. 16,4 Εάν μάλιστα είναι μεγάλο το πόσον και αξίζη να μεταβώ
και εγώ εις την Ιερουσαλήμ, τότε μαζή μ' εμένα θα πάνε και οι ιδικοί σας.
Α Κορ. 16,5 Ἐλεύσομαι δὲ
πρὸς ὑμᾶς ὅταν Μακεδονίαν διέλθω· Μακεδονίαν γὰρ
διέρχομαι·
Α Κορ. 16,5 Θα έλθω δε προς σας όταν περάσω την Μακεδονίαν· διότι
θα περιοδεύσω τώρα εις την Μακεδονίαν.
Α Κορ. 16,6 πρὸς ὑμᾶς
δὲ τυχὸν παραμενῶ ἢ καὶ παραχειμάσω, ἵνα ὑμεῖς
με προπέμψητε οὗ ἐὰν πορεύωμαι.
Α Κορ. 16,6 Ισως δε να μείνω κοντά σας αρκετόν χρόνον η και να
παραχειμάσω, ώστε σεις να με κατευοδώσετε όπου αν πρόκειται να μεταβει.
Α Κορ. 16,7 οὐ θέλω γὰρ ὑμᾶς
ἄρτι ἐν παρόδῳ ἰδεῖν, ἐλπίζω δὲ
χρόνον τινὰ ἐπιμεῖναι πρὸς ὑμᾶς, ἐὰν
ὁ Κύριος ἐπιτρέπῃ.
Α Κορ. 16,7 Δεν έρχωμαι δε τώρα, διότι δεν θέλω να σας ίδω
περαστικός εν βία, αλλ' ελπίζω να μείνω κοντά σας για λίγο διάστημα, εάν ο
Κυριος επιτρέπη.
Α Κορ. 16,8 ἐπιμενῶ δὲ
ἐν Ἐφέσῳ ἕως τῆς πεντηκοστῆς·
Α Κορ. 16,8 Θα παραμείνω δε εις την Εφεσον μέχρι την Πεντηκοστήν.
Α Κορ. 16,9 θύρα γάρ μοι ἀνέῳγε
μεγάλη καὶ ἐνεργής, καὶ ἀντικείμενοι πολλοί.
Α Κορ. 16,9 Διότι εδώ μου έχει ανοίξει ο Κυριος μεγάλην θύραν δια
την ανάπτυξιν δραστηρίας και αποδοτικής εργασίας. Αλλά και οι αντίθετοι, που
φθονούν το έργον του Κυρίου, είναι πολλοί.
Α Κορ. 16,10 Ἐὰν δὲ ἔλθῃ
Τιμόθεος, βλέπετε ἵνα ἀφόβως γένηται πρὸς ὑμᾶς·
τὸ γὰρ ἔργον Κυρίου ἐργάζεται ὡς κἀγώ·
μή τις οὖν αὐτὸν ἐξουθενήσῃ.
Α Κορ. 16,10 Εάν δε έλθη ο Τιμόθεος, προσέχετε να τον δεχθήτε με
καλωσύνην, ώστε να μείνη άνετα και χωρίς δειλίαν μαζή σας· διότι και αυτός
εργάζεται το έργον του Κυρίου, όπως και εγώ. Προσέχετε, λοιπόν, μήπως τυχόν
κανείς του φερθή με περιφρόνησιν και αδιαφορίαν, σαν να μη έχη τάχα αξίαν.
Α Κορ. 16,11 προπέμψατε δὲ αὐτὸν
ἐν εἰρήνῃ ἵνα ἔλθῃ πρός με· ἐκδέχομαι
γὰρ αὐτὸν μετὰ τῶν ἀδελφῶν.
Α Κορ. 16,11 Οταν δε πρόκειται να έλθη εις συνάντησίν μου, να τον
κατευοδώσετε με ειρήνην. Διότι εγώ μαζή με τους εδώ αδελφούς τον περιμένω.
Α Κορ. 16,12 Περὶ δὲ Ἀπολλὼ
τοῦ ἀδελφοῦ, πολλὰ παρεκάλεσα αὐτὸν ἵνα
ἔλθῃ πρὸς ὑμᾶς μετὰ τῶν ἀδελφῶν·
καὶ πάντως οὐκ ἦν θέλημα ἵνα νῦν ἔλθῃ,
ἐλεύσεται δὲ ὅταν εὐκαιρήσῃ.
Α Κορ. 16,12 Δια δε τον αδελφόν Απολλώ σας λέγω ότι παρά πολύ τον
παρεκάλεσα να σας επισκεφθή μαζή με τους αδελφούς. Παρ' όλα όμως αυτά δεν
ηθέλησε να έλθη τώρα. Θα έλθη όμως όταν το κρίνη εύκαιρον.
Ματθ. 22,28 ἐν τῇ οὖν
ἀναστάσει τίνος τῶν ἑπτὰ ἔσται ἡ γυνή;
πάντες γὰρ ἔσχον αὐτήν.
Ματθ. 22,28 Κατά την ανάστασιν λοιπόν των νεκρών εις ποίον από τους
επτά θα ανήκη η γυναίκα; Διότι όλοι είχαν αυτήν ως νόμιμον σύζυγον”.
Ματθ. 22,29 ἀποκριθεὶς δὲ
ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· πλανᾶσθε
μὴ εἰδότες τὰς γραφὰς μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ
Θεοῦ.
Ματθ. 22,29 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και είπε εις αυτούς· “πλανάσθε,
διότι δεν γνωρίζετε τας Γραφάς ούτε την δύναμιν του Θεού.
Ματθ. 22,30 ἐν γὰρ τῇ
ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμίζονται, ἀλλ᾿
ὡς ἄγγελοι Θεοῦ ἐν οὐρανῷ εἰσι.
Ματθ. 22,30 Διότι εις την ανάστασιν ούτε οι άνδρες νυμφεύονται, ούτε
οι γυναίκες υπανδρεύονται, αλλά είναι όλοι σαν άγγελοι του Θεού στον ουρανόν.
Ματθ. 22,31 περὶ δὲ τῆς
ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν οὐκ ἀνέγνωτε τὸ ῥηθὲν
ὑμῖν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ λέγοντος,
Ματθ. 22,31 Ως προς δε την ανάστασιν των νεκρών δεν εδιαβάσατε αυτό
που σας έχει λεχθή από τον Θεόν, ο οποίος είπε δια τους τρεις πατριάρχας, που
είχαν πλέον αποθάνει·
Ματθ. 22,32 ἐγώ εἰμι ὁ
Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ
ὁ Θεὸς Ἰακώβ; οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς Θεὸς
νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων.
Ματθ. 22,32 Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο
Θεός του Ιακώβ; Δεν είναι ο Θεός, Θεός νεκρών, που έπαυσαν πλέον να υπάρχουν,
αλλά Θεός ζωντανών, όπως είναι και οι πατριάρχαι, οι οποίοι, μολονότι απέθαναν,
εξακολουθούν εν τούτοις να ζουν και θα ζουν αιωνίως”.(Και τα είπε αυτά, δια να
καταδείξη την χονδροειδή άγνοιαν των Σαδδουκαίων και να καταδικάση την μωράν
απιστίαν των).