Γεν. 8,21 καὶ ὠσφράνθη
Κύριος ὁ Θεὸς ὀσμὴν εὐωδίας, καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς διανοηθείς· οὐ προσθήσω ἔτι
καταράσασθαι τὴν γῆν διὰ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων,
ὅτι ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς
ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος αὐτοῦ·
οὐ προσθήσω οὖν ἔτι πατάξαι πᾶσαν σάρκα ζῶσαν,
καθὼς ἐποίησα.
Γεν. 8,21 Ο δε Θεός ωσφράνθη την ευώδη οσμήν της
ευχαριστηρίου θυσίας και σκεφθείς απεφάσισε και είπε· “δεν θα καταρασθώ πλέον
την γην εξ αιτίας των πονηρών έργων των ανθρώπων, μολονότι η καρδία του κάθε ανθρώπου
ρέπει και είναι προσηλωμένη επιμελώς στο πονηρόν εκ νεότητος αυτού. Δεν θα
πλήξω και δεν θα καταστρέψω άλλην φοράν κάθε ζωντανήν υπαρξιν επί της γης δια
κατακλυσμού, όπως έκαμα τώρα.
Γεν. 8,22 πάσας τὰς ἡμέρας
τῆς γῆς, σπέρμα καὶ θερισμός, ψῦχος καὶ καῦμα,
θέρος καὶ ἔαρ, ἡμέραν καὶ νύκτα οὐ καταπαύσουσι.
Γεν. 8,22 Εφ' όσον θα υπάρχη η γη, δεν θα παύσουν να υπάρχουν
σπορά και θερισμός, κρύο και ζέστη, άνοιξις και θέρος, ημέρα και νύκτα.
Γεν. 9,1 Καὶ εὐλόγησεν
ὁ Θεὸς τὸν Νῶε καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ
καὶ εἶπεν αὐτοῖς· αὐξάνεσθε καὶ
πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς.
Γεν. 9,1 Ευλόγησε τότε ο Θεός τον Νώε και τα παιδιά
αυτού και είπε προς αυτούς· “αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και απλωθήτε εις όλην την
γην και γενήτε κύριοι αυτής.
Γεν. 9,2 καὶ ὁ
τρόμος καὶ ὁ φόβος ὑμῶν ἔσται ἐπὶ πᾶσι
τοῖς θηρίοις τῆς γῆς, ἐπὶ πάντα τὰ πετεινὰ
τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐπὶ πάντα τὰ
κινούμενα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐπὶ πάντας
τοὺς ἰχθύας τῆς θαλάσσης· ὑπὸ χεῖρας ὑμῖν
δέδωκα.
Γεν. 9,2 Ας είσθε τρόμος και φόβος εις όλα τα θηρία της
γης, εις όλα τα πτηνά του ουρανού, εις κάθε τι που ζη και κινείται έτι της
ξηράς, και εις όλους τους ιχθύας της θαλάσσης. Υπό την εξουσίαν σας έδωκα όλα
αυτά.
Γεν. 9,3 καὶ πᾶν ἑρπετόν,
ὅ ἐστι ζῶν, ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν·
ὡς λάχανα χόρτου δέδωκα ὑμῖν τὰ πάντα.
Γεν. 9,3 Καθε τι που ζη και κινείται επί της γης, θα
είναι προς διατροφήν σας. Σας δίδω όλα αυτά εις τροφήν, όπως σας έδωσα τα
λάχανα και τα χόρτα.
Γεν. 9,4 πλὴν κρέας ἐν
αἵματι ψυχῆς οὐ φάγεσθε·
Γεν. 9,4 Πλην όμως κρέας μαζή με το αίμα, επί του οποίου
βασίζεται η ζωή του ζώου, δεν θα φάγετε.
Γεν. 9,5 καὶ γὰρ τὸ
ὑμέτερον αἷμα τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἐκ χειρὸς
πάντων τῶν θηρίων ἐκζητήσω αὐτὸ καὶ ἐκ χειρὸς
ἀνθρώπου ἀδελφοῦ ἐκζητήσω τὴν ψυχὴν τοῦ
ἀνθρώπου.
Γεν. 9,5 Δια δε το αίμα των συνανθρώπων σας, το οποίον
τυχόν με τα χέρια σας εγκληματούντες θα χύσετε, θα τιμωρήσω δια των αγρίων
ζώων, τα οποία θα εξαπολύσω εναντίον σας. Αλλά και δι' άλλου ανθρώπου θα
τιμωρήσω εκείνον, ο οποίος αφαιρεί ανθρωπίνην ζωήν.
Γεν. 9,6 ὁ ἐκχέων
αἷμα ἀνθρώπου, ἀντὶ τοῦ αἵματος αὐτοῦ
ἐκχυθήσεται, ὅτι ἐν εἰκόνι Θεοῦ ἐποίησα τὸν
ἄνθρωπον.
Γεν. 9,6 Εκείνος δηλαδή ο οποίος χύνει αίμα ανθρώπου, εις
τιμωρίαν του δια το εκχυθέν υπ' αυτού αίμα, θα φονευθή και θα χυθή έτσι και το
ιδικόν του αίμα, διότι εγώ ο Θεός εδημιούργησα κατ' εικόνα ιδικήν μου τον
άνθροπον και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να του αφαιρέση την ζωήν.
Γεν. 9,7 ὑμεῖς δὲ
αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν,
καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς.
Γεν. 9,7 Σεις δε αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και γεμίσατε
όλην την γην και γενήτε κύριοι αυτής”.
Παρ. 11,19 υἱὸς δίκαιος
γεννᾶται εἰς ζωήν, διωγμὸς δὲ ἀσεβοῦς εἰς
θάνατον.
Παρ. 11,19 Ανθρωπος δίκαιος θα ζήση ευτυχισμένην ζωήν, ο ασεβής
όμως, ο οποίος επιδιώκει το κακόν, θα καταλήξη στον όλεθρον.
Παρ. 11,20 βδέλυγμα Κυρίῳ
διεστραμμέναι ὁδοί, προσδεκτοὶ δὲ αὐτῷ πάντες ἄμωμοι
ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν.
Παρ. 11,20 Οι διεστραμμένοι τρόποι ζωής του ασεβούς είναι
αποκρουστικοί και μισητοί ενώπιον του Κυρίου. Εξ αντιθέτου είναι αγαπητοί εις
αυτόν οι ακέραιοι και άμωμοι εις όλας τας εκδηλώσεις της ζωής των.
Παρ. 11,21 χειρὶ χεῖρας
ἐμβαλὼν ἀδίκως οὐκ ἀτιμώρητος ἔσται, ὁ
δὲ σπείρων δικαιοσύνην λήψεται μισθὸν πιστόν.
Παρ. 11,21 Εκείνος που δίδει το χέρι του στο χέρι του άλλου και
συνάπτει συμφωνίαν δια την πραγματοποίησιν αδίκων έργων, δεν θα μείνη
ατιμώρητος παρά Θεού και ανθρώπων. Οποιος όμως σκορπίζει παντού τα έργα της
αρετής θα πάρη τον πρέποντα μισθόν.
Παρ. 11,22 ὥσπερ ἐνώτιον
ἐν ῥινὶ ὑός, οὕτως γυναικὶ κακόφρονι
κάλλος.
Παρ. 11,22 Ο,τι είναι το χρυσό σκουλαρίκι εις την μύτην του
χοίρου, κάτι τέτοιο είναι και το κάλλος εις την ασύνετον και με αμαρτωλά
φρονήματα γυναίκα.
Παρ. 11,23 ἐπιθυμία δικαίων πᾶσα
ἀγαθή, ἐλπὶς δὲ ἀσεβῶν ἀπολεῖται.
Παρ. 11,23 Ολαι αι επιθυμίαι των δικαίων είναι αγαθαί και θα
πραγματοποιηθούν εκ μέρους του Θεού. Καθε δε πονηρά ελπίς των ασεβών ανθρώπων,
διότι είναι κακή, θα καταστραφή.
Παρ. 11,24 εἰσὶν οἳ
τὰ ἴδια σπείροντες πλείονα ποιοῦσιν, εἰσὶ δὲ
καὶ οἳ συνάγοντες ἐλαττονοῦνται.
Παρ. 11,24 Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι σκορπίζουν απλόχερα τα
αγαθά των δια την εξυπηρέτησιν των άλλων και με την ευλογίαν του Θεού αποκτούν
πολύ περισσότερα. Υπάρχουν δε εξ αντιθέτου και άλλοι, οι οποίοι, αν και διαρκώς
συγκεντρώνουν υλικά αγαθά με παρανόμους τρόπους, πάντοτε στερούνται.
Παρ. 11,25 ψυχὴ εὐλογουμένη
πᾶσα ἁπλῆ, ἀνὴρ δὲ θυμώδης οὐκ εὐσχήμων.
Παρ. 11,25 Ο ευθύς, ο άκακος άνθρωπος έχει πάντοτε τας ευλογίας
εκ μέρους του Θεού και τον έπαινον εκ μέρους των ανθρώπων. Ανθρωπος όμως, που
αποθηριώνεται από τον θυμόν, έχει αποκρουστικήν συμπεριφοράν και κακήν την
εμφάνισιν.
Παρ. 11,26 ὁ συνέχων σῖτον
ὑπολείποιτο αὐτὸν τοῖς ἔθνεσιν, εὐλογίαν δὲ
εἰς κεφαλὴν τοῦ μεταδιδόντος.
Παρ. 11,26 Δι' εκείνον, που συνάγει και κρύπτει το σιτάρι εν
καιρώ λιμού, με τον σκοπον να το πωλήση πανάκριβα, όλοι εύχονται να του το
λεηλατήσουν ξένοι επιδρομείς και εχθροί. Η ευλογία δε του Θεού χορηγείται
πλουσία εις εκείνον που δίδει και στους άλλους.
Παρ. 11,27 τεκταινόμενος ἀγαθὰ
ζητεῖ χάριν ἀγαθήν, ἐκζητοῦντα δὲ κακά,
καταλήψεται αὐτόν.
Παρ. 11,27 Αυτός που σκέπτεται πάντοτε και πράττει το καλόν,
επιδιώκει και ευρίσκει πολλήν χάριν εκ μέρους του Θεού. Εκείνον όμως, ο οποίος
επιζητεί να πράττη τα κακά εις βάρος των άλλων, αυτά τα κακά θα επιπέσουν επί
της κεφαλής του και θα τον συντρίψουν.
Παρ. 11,28 ὁ πεποιθὼς ἐπὶ
πλούτῳ οὗτος πεσεῖται, ὁ δὲ ἀντιλαμβανόμενος
δικαίων οὗτος ἀνατελεῖ.
Παρ. 11,28 Εκείνος, που έχει πεποίθησιν και ελπίδα στον πλούτον
του, θα πέση και θα καταστραφή. Εκείνος όμως, που βοηθεί και υποστηρίζει τους
αναξιοπαθούντας δικαίους, αυτός θα ανατείλη ωσάν λαμπρός ήλιος.
Παρ. 11,29 ὁ μὴ
συμπεριφερόμενος τῷ ἑαυτοῦ οἴκῳ κληρονομήσει ἄνεμον,
δουλεύσει δὲ ἄφρων φρονίμῳ.
Παρ. 11,29 Εκείνος, που δεν ζη και δεν συμπεριφέρεται καλά μέσα στο
σπίτι του, θα κληρονομήση αέρα, θα γίνη δηλαδή πτωχός. Ο άμυαλος και ασύνετος
θα καταντήση δούλος στον συνετόν.
Παρ. 11,30 ἐκ καρποῦ
δικαιοσύνης φύεται δένδρον ζωῆς, ἀφαιροῦνται δὲ ἄωροι
ψυχαὶ παρανόμων.
Παρ. 11,30 Από τους καρπούς και τα έργα της δικαιοσύνης φυτρώνει
και μεγεθύνεται το δένδρον της μακράς και ευτυχισμένης ζωής· ενώ η ζωή των
παρανόμων ανδρών αφαιρείται πρόωρα.
Παρ. 11,31 εἰ ὁ μὲν
δίκαιος μόλις σώζεται, ὁ ἀσεβὴς καὶ ἁμαρτωλὸς
ποὺ φανεῖται;
Παρ. 11,31 Εάν όμως και αυτός ακόμη ο δίκαιος μόλις και μετά
βίας σώζεται, ο ασεβής και ο αμαρτωλός πως θα τολμήση να παρουσιασθή ενώπιον
του Θεού;
Παρ. 12,1 Ὁ ἀγαπῶν
παιδείαν, ἀγαπᾷ αἴσθησιν, ὁ δὲ μισῶν ἐλέγχους
ἄφρων.
Παρ. 12,1 Εκείνος ο οποίος αγαπά την κατά Θεόν παιδείαν και
μόρφωσιν, αγαπά την αληθινήν γνώσιν και ορθήν διάκρισιν. Οποιος όμως μισεί και
αποστρέφεται τους ελέγχους, είναι ανόητος και ασύνετος.
Παρ. 12,2 κρείσσων ὁ εὑρὼν
χάριν παρὰ Κυρίῳ, ἀνὴρ δὲ παράνομος
παρασιωπηθήσεται.
Παρ. 12,2 Πολύ καλύτερος από όλους είναι ο άνθρωπος, που
ευρήκε και έλαβε χάριν δια της ευσεβείας του από τον Κυριον. Ο δε παράνομος
άνθρωπος θα λησμονηθή από τον Θεόν και τους ανθρώπους.
Παρ. 12,3 οὐ κατορθώσει ἄνθρωπος
ἐξ ἀνόμου, αἱ δὲ ῥίζαι τῶν δικαίων οὐκ
ἐξαρθήσονται.
Παρ. 12,3 Κανείς άνθρωπος δεν θα προκόψη και δεν θα
κατευοδωθή με τας παρανομίας του. Αι ρίζαι όμως των δικαίων μένουν στερεαί στο
έδαφος, ώστε και αυτοί και οι απόγονοί των να μη χαθούν.
Παρ. 12,4 γυνὴ ἀνδρεία
στέφανος τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς· ὥσπερ δὲ
ἐν ξύλῳ σκώληξ, οὕτως ἄνδρα ἀπόλλυσι γυνὴ
κακοποιός.
Παρ. 12,4 Γυνή εργατική, δράστηρία και ενάρετος, είναι
στέφανος δόξης δια τον άνδρα της. Εξ αντιθέτου η κακότροπος γυναίκα καταστρέφει
τον άνδρα της, όπως ο σκώληξ κατατρώγει το ξύλον.
Παρ. 12,5 λογισμοὶ δικαίων
κρίματα, κυβερνῶσι δὲ ἀσεβεῖς δόλους.
Παρ. 12,5 Αι σκέψεις, αι κρίσεις και αι αποφάσεις των δικαίων
είναι πάντοτε ορθαί, ενώ οι ασεβείς μηχανεύονται και πρωτοστατούν εις δόλια
σχέδια.
Παρ. 12,6 λόγοι ἀσεβῶν
δόλιοι, στόμα δὲ ὀρθῶν ῥύσεται αὐτούς.
Παρ. 12,6 Οι λόγοι των ασεβών είναι πάντοτε γεμάτοι δολιότητα
και επιβουλήν. Το στόμα όμως των ειλικρινών και εντίμων ανθρώπων λέγει πάντοτε
την αλήθειαν, η οποία και τους λυτρώνει από τας δολιότητας των κακών.
Ησ. ιδ΄24- 32
Ησ. 14,24 τάδε λέγει Κύριος
σαβαώθ· ὃν τρόπον εἴρηκα, οὕτως ἔσται, καὶ ὃν
τρόπον βεβούλευμαι, οὕτως μενεῖ,
Ησ. 14,24 Αυτά λέγει Κυριος των δυνάμεων, ο παντοκράτωρ· όπως
είπα και όπως απεφάσισα, έτσι και θα γίνη και έτσι θα μείνη.
Ησ. 14,25 τοῦ ἀπολέσαι
τοὺς Ἀσσυρίους ἀπὸ τῆς γῆς τῆς ἐμῆς
καὶ ἀπὸ τῶν ὀρέων μου, καὶ ἔσονται εἰς
καταπάτημα, καὶ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ
ζυγὸς αὐτῶν, καὶ τὸ κῦδος αὐτῶν
ἀπὸ τῶν ὤμων ἀφαιρεθήσεται.
Ησ. 14,25 Θα καταστρέψω τους Ασσυρίους από την χώραν μου την
Ιουδαίαν και από τα ιδικά μου όρη· θα νικηθούν και θα καταπατηθούν με
περιφρόνησιν από τους ανθρώπους, θα αφαιρεθή από τον λαόν μου ο ζυγός της
δουλείας των. Ο εξευτελισμός και το όνειδός των, που ώσαν βαρύ φορτίον εβαρυνε
τους ώμους των, θα αφαιρεθή”.
Ησ. 14,26 αὕτη ἡ
βουλή, ἣν βεβούλευται Κύριος ἐπὶ τὴν ὅλην οἰκουμένην,
καὶ αὕτη ἡ χεὶρ ἡ ὑψηλὴ ἐπὶ
πάντα τὰ ἔθνη.
Ησ. 14,26 Αυτή είναι η απόφασις, την οποίαν έχει λάβει και
αποφασίσει ο Κυριος, σχετικά με όλην την οικουμένην. Η παντοδύναμος τιμωρός
δεξιά του είναι σηκωμένη εναντίον όλων των αμαρτωλών εθνών.
Ησ. 14,27 ἃ γὰρ ὁ
Θεὸς ὁ ἅγιος βεβούλευται, τίς διασκεδάσει; καὶ τὴν
χεῖρα αὐτοῦ τὴν ὑψηλὴν τίς ἀποστρέψει;
Ησ. 14,27 Αυτά δε τα οποία ο Θεός ο άγιος έχει αποφασίσει,
ποιός είναι δυνατόν να τα εμποδίση και να τα ματαίωση; Και την παντοδύναμον
δεξιάν του, που έχει υψωθή δια να επιπέση επί των αμαρτωλών, ποιός ημπορεί να
την στρέψη αλλού;
Ησ. 14,28 Τοῦ ἔτους,
οὗ ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς Ἄχαζ, ἐγενήθη τὸ
ῥῆμα τοῦτο.
Ησ. 14,28 Ο προφητικός αυτός λόγος έγινε το έτος, κατά το
οποίον απέθανεν ο βασιλεύς Αχαζ.
Ησ. 14,29 μὴ εὐφρανθείητε
οἱ ἀλλόφυλοι πάντες, συνετρίβη γὰρ ὁ ζυγὸς τοῦ
παίοντος ὑμᾶς· ἐκ γὰρ σπέρματος ὄφεως ἐξελεύσεται
ἔκγονα ἀσπίδων, καὶ τὰ ἔκγονα αὐτῶν ἐξελεύσονται
ὄφεις πετόμενοι
Ησ. 14,29 Μη χαίρετε και μη πανηγυρίζετε όλοι σεις, οι Φιλισταίοι,
επειδή συνετρίβη ο ζυγός της δουλείας του μονάρχου, ο οποίος σας εκτύπα και σας
έθλιβε. Διότι από τους απογόνους του φαρμακερού αυτού όφεως, θα βγουν παιδιά
αντάξιά του, δηλητηριώδεις οχιές, θα βγουν ως απόγονοι του φίδια φτερωτά.
Ησ. 14,30 καὶ βοσκηθήσονται
πτωχοὶ δι᾿ αὐτοῦ, πτωχοὶ δὲ ἄνθρωποι ἐπὶ
εἰρήνης ἀναπαύσονται· ἀνελεῖ δὲ λιμῷ τὸ
σπέρμα σου καὶ τὸ κατάλειμμά σου ἀνελεῖ.
Ησ. 14,30 Και ενώ αυτά θα συμβαίνουν εις βάρος του αμαρτωλού
μονάρχου και άλλων εθνών, οι πτωχοί άνθρωποι του λαού θα διατρέφωνται και θα
ποιμαίνωνται από τον θεόν και έτσι οι πτωχοί αυτοί και καταφρονημένοι τότε, θα
αναπαύωνται εν ειρήνη. Αλλά τους ιδικούς σας απογόνους, ω Φιλισταίοι, θα
εξολοθρεύση ο Κυριος με φοβεράν πείναν και εκείνους, που τυχόν θα απομείνουν,
θα τους εξόντωση ο Κυριος.
Ησ. 14,31 ὀλολύξατε, πύλαι
πόλεων, κεκραγέτωσαν πόλεις τεταραγμέναι, οἱ ἀλλόφυλοι πάντες, ὅτι
ἀπὸ Βοῤῥᾶ καπνὸς ἔρχεται, καὶ οὐκ
ἔστι τοῦ εἶναι.
Ησ. 14,31 Κλαύσατε, λοιπόν, με ολολυγμούς αι οχυραί πύλαι
των πόλεων των Φιλισταίων· ας κράξουν οι αναστατωμένοι και ταραγμένοι κάτοικοι
των, όλοι οι αλλόφυλοι, διότι ο καπνός των πόλεων, που καίονται, κατεβαίνει από
τον βορράν και δεν πρόκειται κανείς να διαφύγη την καταστροφήν και να σωθή!
Ησ. 14,32 καὶ τί ἀποκριθήσονται
βασιλεῖς ἐθνῶν; ὅτι Κύριος ἐθεμελίωσε Σιών, καὶ
δι᾿ αὐτοῦ σωθήσονται οἱ ταπεινοὶ τοῦ λαοῦ.
Ησ. 14,32 Οι βασιλείς, λοιπόν, των διαφόρων εθνών, όταν θα
βλέπουν τα γεγονότα αυτά, την ολοσχερή καταστροφήν των 'Ασσυριων και την
σωτηρίαν του Ισραήλ, ποίον απάντησιν τάχα θα έχουν να δώσουν; Θα απαντήσουν
φυσικά, ότι ο Κυριος εθεμελιωσε την Ιερουσαλήμ και ότι δι' αυτού εσώθησαν και
θα σωθούν οι ταπεινοί εκ του λαού, οι οποίοι εξαρτούν και ζητούν από αυτόν την
σωτηρίαν των.