Β Τιμ. 3,10 Σὺ δὲ
παρηκολούθηκάς μου τῇ διδασκαλίᾳ, τῇ ἀγωγῇ, τῇ
προθέσει, τῇ πίστει, τῇ μακροθυμίᾳ, τῇ ἀγάπῃ,
τῇ ὑπομονῇ,
Β Τιμ. 3,10 Συ όμως έχεις παρακολουθήσει την διδασκαλίαν, την
συμπεριφοράν και αναστροφήν μου, τας αγνάς μου διαθέσεις, την φωτισμένην και
ζωντανήν πίστιν μου, την μακροθυμίαν μου, την αγάπην και την υπομονήν μου.
Β Τιμ. 3,11 τοῖς διωγμοῖς,
τοῖς παθήμασιν, οἷά μοι ἐγένοντο ἐν Ἀντιοχείᾳ,
ἐν Ἰκονίῳ, ἐν Λύστροις, οἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκα!
καὶ ἐκ πάντων με ἐῤῥύσατο ὁ Κύριος.
Β Τιμ. 3,11 Εχεις παρακολουθήσει ακόμη εκ του πλησίον και είδες
τους διωγμούς και τα παθήματα, που μου έγιναν εις την Αντιόχειαν, στο Ικόνιον,
εις τα Λυστρα. Ποσον φοβερούς διωγμούς υπέφερα τότε! Και όμως από όλους με
εγλύτωσεν ο Κυριος!
Β Τιμ. 3,12 καὶ πάντες δὲ
οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ
διωχθήσονται·
Β Τιμ. 3,12 Αλλά και όσοι θέλουν να ζουν με την ευσέβειαν, που
διδάσκει και εμπνέει ο Ιησούς Χριστός, θα υποστούν διωγμούς.
Β Τιμ. 3,13 πονηροὶ δέ ἄνθρωποι
καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες
καὶ πλανώμενοι.
Β Τιμ. 3,13 Ανθρωποι δε κακοί και μοχθηροί, πλάνοι και απατεώνες
θα προκόψουν στο χειρότερον πλανώντες τους άλλους, πλανώμενοι και οι ίδιοι.
Β Τιμ. 3,14 σὺ δὲ μένε ἐν
οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ
τίνος ἔμαθες,
Β Τιμ. 3,14 Συ όμως μένε σταθερός εις εκείνα, που έμαθες, και την
αλήθειαν των οποίων την έχεις πλέον βεβαιωθή, έχων υπ' όψιν σου και από ποιόν
διδάσκαλον εδιδάχθης αυτά.
Β Τιμ. 3,15 καὶ ὅτι ἀπὸ
βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενά σε
σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Β Τιμ. 3,15 Και μη λησμονής, ότι από αυτήν ακόμη την πλέον απαλήν
ηλικίαν σου γνωρίζεις τας Αγίας Γραφάς, αι οποίαι ημπορούν να σε κάμουν σοφόν
και συνετόν εις τας αληθείας, που οδηγούν εις την σωτηρίαν, δια της πίστεως
στον Ιησούν Χριστόν,
Λουκ.
18,10 ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν
εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος
καὶ ὁ ἕτερος τελώνης.
Λουκ. 18,10 “Δυο άνθρωποι ανέβησαν στο ιερόν να προσευχηθούν, ο
ένας Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης.
Λουκ.
18,11 ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς
πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ
σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν
ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς
οὗτος ὁ τελώνης·
Λουκ. 18,11 Ο Φαρισαίος εστάθη επιδεικτικώς δια να προκαλή εντύπωσιν·
και δια να δοξάση τον ευατόν του, αυτά προσηύχετο· Σε ευχαριστώ, Θεε μου, διότι
δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί η και ωσάν αυτός ο
τελώνης.
Λουκ.
18,12 νηστεύω δὶς τοῦ
σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι.
Λουκ. 18,12 Εγώ νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα, Δευτέρα και
Πεμπτην, δίδω το δέκατον από όλα γενικώς όσα αποκτώ. Εγώ είμαι ενάρετος.
Λουκ.
18,13 καὶ ὁ τελώνης
μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς
εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν
εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί
μοι τῷ ἁμαρτωλῷ.
Λουκ. 18,13 Και ο τελώνης, που εστέκετο κάπου μακρυά από το
θυσιαστήριον, δεν ήθελε ούτε τα μάτια του να σηκώση στον ουρανόν, αλλ'
εκτυπούσε το στήθος του λέγων· Θεε μου, σπλαγχνίσου με τον αμαρτωλόν και
συγχώρησέ με.
Λουκ.
18,14 λέγω ὑμῖν, κατέβη
οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ
γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν
ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν
ὑψωθήσεται.
Λουκ. 18,14 Σας διαβεβαιώνω, ότι αυτός ο περιφρονημένος από τον
Φαρισαίον τελώνης κατέβηκε στο σπίτι του με συγχωρημένας τας αμαρτίας του,
αθώος και δίκαιος ενώπιον του Θεού, παρά ο Φαρισαίος εκείνος. Διότι κάθε ένας
που υψώνει τον ευατόν του, θα ταπεινωθή από τον Θεόν και θα καταδικασθή, ενώ εξ
αντιθέτου εκείνος που ταπεινώνει τον ευατόν του θα υψωθή και θα δοξασθή από τον
Θεόν”.