Ὅ,τι ἀγαπᾶ κάποιος ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, αὐτὸ καταβαραίνει τὸν
νοῦ του καὶ τὸν δεσμεύει καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ σηκώσει κεφάλι.
Σὲ αὐτὸν τὸ σταθμὸ καὶ τὴ ροπὴ καὶ τὸ ζύγι τῆς κακίας δοκιμάζεται ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος, Χριστιανοὶ τῶν πόλεων καὶ τῶν βουνῶν, τῶν μονῶν, τῶν ἀγρῶν ἢ τῶν ἐρήμων, ὅτι δελεαζόμενος ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ δικό του προσωπικὸ θέλημα, ἀγαπᾶ κάποιο πράγμα ἤ πάθος, καὶ δένεται σὲ αὐτὸ ἡ ἀγάπη του, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν προσφέρεται ὅλη στὸν Θεό.
Σὲ αὐτὸν τὸ σταθμὸ καὶ τὴ ροπὴ καὶ τὸ ζύγι τῆς κακίας δοκιμάζεται ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος, Χριστιανοὶ τῶν πόλεων καὶ τῶν βουνῶν, τῶν μονῶν, τῶν ἀγρῶν ἢ τῶν ἐρήμων, ὅτι δελεαζόμενος ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ δικό του προσωπικὸ θέλημα, ἀγαπᾶ κάποιο πράγμα ἤ πάθος, καὶ δένεται σὲ αὐτὸ ἡ ἀγάπη του, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν προσφέρεται ὅλη στὸν Θεό.