Ὁ
δρόμος τῆς παρούσης ζωῆς ποὺ καλούμαστε νὰ βαδίσουμε, εἶναι καὶ ἀνηφορικὸς καὶ
δύσβατος καὶ ἐπικίνδυνος. Ὁ σοφὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης παρατηρεῖ: «Ἐπίγνωθι ὅτι
ἐν μέσῳ παγίδων διαβαίνεις, καὶ ἐπὶ ἐπάλξεων πόλεων περιπατεῖς» (Σ. Σειρ. θ΄
13)· γνώριζε καλὰ ὅτι περνᾶς μέσα ἀπὸ παγίδες καὶ περπατᾶς πάνω σὲ ἐπάλξεις
φρουρίων πόλεων, ποὺ εἶναι ἐκτεθειμένες στὰ βλήματα ἐκείνων ποὺ τὶς πολιορκοῦν.
Ὡστόσο μεγάλος βοηθὸς γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση ὅλων αὐτῶν τῶν δυσκολιῶν, τῶν ἐμποδίων
καὶ τῶν κινδύνων εἶναι ἡ προσευχή. Σ’ αὐτὴν νὰ προσφεύγουμε καὶ νὰ ἐπιμένουμε
συνεχῶς.
Ἐὰν ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ ὅπλο μας σὲ
καιροὺς εἰρηνικοὺς καὶ ὁμαλούς, σὲ καιροὺς ποὺ ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀποστασία καὶ τὸ
σαρκικὸ φρόνημα ὀργιάζουν κυριολεκτικά, ὅπως εἶναι οἱ δικοί μας, ἡ προσευχὴ εἶναι
ἀπολύτως ἀπαραίτητη. Εἶναι ἐπείγουσα ἀνάγκη τὸ ὅπλο αὐτὸ νὰ μὴ φύγει ἀπὸ τὰ
χέρια μας. Διότι ἡ περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα καὶ ἡ νοοτροπία τοῦ κόσμου γεννοῦν στὴν
ψυχὴ ἀμφιβολίες ὡς πρὸς τὴν πίστη, δημιουργοῦν ράθυμη χαυνότητα καὶ αἰσθήματα ἀπογοητεύσεως
ὅτι τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ διορθωθεῖ.