Μια
μέρα, μετά τήν ἀπόλυση τῆς ἐκκλησίας, τόν εἶδα πολύ βαρύθυμο καί σκεφτικό.
Καθόταν ἀπόμερα, ἀμίλητος, «ὡς στρουθίον
μονάζον ἐπὶ δώματος»175. Τό πρόσωπό του τή μιά στιγμή ρόδιζε σάν
τριαντάφυλλο καί τήν ἄλλη σκοτείνιαζε. Πρῶτα χαμογελοῦσε κι ἔπειτα σοβάρευε. Ἦταν
φανερό πώς τό ἀπασχολοῦσε κάποιο πολύ σπουδαῖο ζήτημα. Λές κι ἔκανε συμβούλιο
μέ τόν ἑαυτό του.
Πολύ παραξενεμένος ἀπ’
αὐτό, τόν πλησίασα δειλά καί τόν ρώτησα τί τοῦ συμβαίνει. Δέν ἀπόκριθηκε ἀμέσως.
Σέ δεύτερη ἐρώτησή μου, σήκωσε ἀργά τά μάτια του, μέ κοίταξε ἐπίμονα καί εἶπε ἤρεμα: