Ψηλά
στήν Κωστελάτα, τά κρύα τά νερά», ἐκεῖ στίς νοτιοδυτικές πλευρές τῶν
ὑπερήφανων Τζουμέρκων, στούς πρόποδες τῶν κορυφῶν Καταφίδι καί Πάνω
Κωστελάτας, σέ ὑψόμετρο 900 μέτρα περίπου, εἶναι σκαρφαλωμένα τά
Τζουμερκοχώρια καί τά Κατσανοχώρια.
Εκεί
στὸ χωριὸ Μονολίθι Ἰωαννίνων, ζοῦσε γύρω στὰ 1960 μιὰ οἰκογένεια
εὐλογημένη, η κυρὰ Σταυρούλα Μάνθου μὲ τὸν ἄντρα καὶ τὰ δυὸ παιδιά τους.
Ὁλημερὶς στὰ χωράφια μὲ τὰ φουντωμένα καλαμπόκια καὶ τὰ καταπράσινα
τριφύλλια, πότιζε, σκάλιζε, φρόντιζε τὰ ζωντανά τους.
Μὰ
οἱ Κυριακὲς καὶ οἱ μεγάλες σχόλες ἦταν γι’ αὐτὴν μέρες ξέχωρες,
εὐλογημένες. Ἑτοίμαζε τὸ καλοζυμωμένο της πρόσφορο, ἔγραφε τὰ ὀνόματα
γιὰ ζωντανοὺς καὶ πεθαμένους δικούς της, τὸ τύλιγε εὐλαβικὰ στὴν ἄσπρη
ὑφαντὴ πετσέτα μὲ τὸ κοφτὸ ἀνεβατὸ καὶ τὶς δαντέλες, ἔκανε τὸ σταυρό της
καὶ χαράματα ξεκίναγε γιὰ τὴν ἐκκλησία.