Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015

Ἁγιογραφικό Ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς 8 Νοεμβρίου

Ἀπόστολος: ( Ἐβρ. β΄ 2 - 10)
Εβρ. 2,2            εἰ γὰρ ὁ δι᾿ ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος ἐγένετο βέβαιος, καὶ πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν,
Εβρ. 2,2                    Διότι εάν ο παλαιός νόμος, που ελέχθη στον Μωϋσήν δια μέσου των αγγέλων, απεδείχθη έγκυρος και ισχυρός και κάθε παράβασις αυτού και παρακοή έλαβε σαν μισθόν της την δικαίαν τιμωρίαν,
Εβρ. 2,3            πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας; ἥτις ἀρχὴν λαβοῦσα λαλεῖσθαι διὰ τοῦ Κυρίου, ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη,
Εβρ. 2,3                    πως ημείς θα διαφύγωμεν την τιμωρίαν, εάν παραμελήσωμεν μίαν τόσον μεγάλην και ανεκτίμητον σωτηρίαν; Η σωτηρία δε αυτή ήρχισε να διδάσκεται από αυτόν τούτον τον Κυριον, παρεδόθη δε εις ημάς ως κατά πάντα βεβαία και αξιόπιστος από εκείνους, που την ήκουσαν κατ' ευθείαν από το στόμα του Κυρίου, δηλαδή από τους Αποστόλους.
Εβρ. 2,4            συνεπιμαρτυροῦντος τοῦ Θεοῦ σημείοις τε καὶ τέρασι καὶ ποικίλαις δυνάμεσι καὶ Πνεύματος Ἁγίου μερισμοῖς κατὰ τὴν αὐτοῦ θέλησιν.
Εβρ. 2,4                    Επεβεβαίωνε δε το κήρυγμα των Αποστόλων και αυτός ο Θεός με θαύματα, με καταπληκτικά γεγονότα και με ποικίλας υπερφυσικάς δυνάμεις και με θεία χαρίσματα, τα οποία το Πνεύμα το Αγιον εμοίραζεν στους πιστούς κατά την θέλησιν του Θεού.
Εβρ. 2,5            Οὐ γὰρ ἀγγέλοις ὑπέταξε τὴν οἰκουμένην τὴν μέλλουσαν, περὶ ἧς λαλοῦμεν,
Εβρ. 2,5                    Η υπεροχή του Χριστού φαίνεται και εκ του γεγονότος, ότι ο Θεός δεν υπέταξεν στους αγγέλους τον μέλλοντα κόσμον, που θα εγκαθιδρύετο από τον Μεσσίαν και περί του οποίου κόσμου κάμνομεν τώρα λόγον, αλλά τον υπέταξεν στον Χριστόν.
Εβρ. 2,6            διεμαρτύρατο δὲ πού τις λέγων· τί ἐστιν ἄνθρωπος ὅτι μιμνήσκῃ αὐτοῦ, ἢ υἱὸς ἀνθρώπου ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν;
Εβρ. 2,6                    Παραστατικά δε κάποιος εμαρτύρυσεν εις ένα χωρίον της Γραφής, λέγων· “τι αξίαν έχει ο άνθρωπος, ώστε να τον ενθυμήσαι η το τέκνον του ανθρώπου, ώστε να τον επισκέπτεσαι με την πατρικήν σου φροντίδα;
Εβρ. 2,7            ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ᾿ ἀγγέλους, δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν.
Εβρ. 2,7                    Τον έκαμες κατά τι κατώτερον από τους αγγέλους, με δόξαν και τιμήν ως βασιλέα της κτίσεως τον εστεφάνωσες.
Εβρ. 2,8            πάντα ὑπέταξας ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ· ἐν γὰρ τῷ ὑποτάξαι αὐτῷ τὰ πάντα οὐδὲν ἀφῆκεν αὐτῷ ἀνυπότακτον. νῦν δὲ οὔπω ὁρῶμεν αὐτῷ τὰ πάντα ὑποτεταγμένα·
Εβρ. 2,8                    Ολα υπέταξες κάτω από τους πόδας του”. Και εφ' όσον ο Θεός Πατήρ υπέταξε εις αυτόν τα πάντα, δεν αφήκε τίποτε, που να του μένη ανυπότακτον. Τωρα όμως δεν βλέπομεν ακόμη να είναι όλα απολύτως υποταγμένα στον ενανθρωπήσαντα Υιόν του Θεού.
Εβρ. 2,9            τὸν δὲ βραχύ τι παρ᾿ ἀγγέλους ἠλαττωμένον βλέπομεν Ἰησοῦν διὰ τὸ πάθημα τοῦ θανάτου δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφανωμένον, ὅπως χάριτι Θεοῦ ὑπὲρ παντὸς γεύσηται θανάτου.
Εβρ. 2,9                    Τον δε Ιησούν, ο οποίος επί μικρόν χρονικόν διάστημα έγινε κατώτερος από τους αγγέλους, (εφ' όσον έπαθε και απέθανεν επί του σταυρού) τον βλέπομεν, ότι ακριβώς λόγω του παθήματος του θανάτου, έχει στεφανωθή με δόξαν και τιμήν· έπαθε δε και εγεύθη το πικρόν ποτήριον του θανάτου δια την χάριν, που ηυδόκησε να κάμη ο Θεός υπέρ της σωτηρίας του κάθε ανθρώπου.
Εβρ. 2,10           ἔπρεπε γὰρ αὐτῷ, δι᾿ ὃν τὰ πάντα καὶ δι᾿ οὗ τὰ πάντα, πολλοὺς υἱοὺς εἰς δόξαν ἀγαγόντα, τὸν ἀρχηγὸν τῆς σωτηρίας αὐτῶν διὰ παθημάτων τελειῶσαι.
Εβρ. 2,10                  Διότι έπρεπεν στον Θεόν, τον δημιουργόν του παντός, προς τον οποίον αποβλέπουν τα πάντα και δια του οποίου κατευθύνονται και κυβερνώνται τα πάντα, να αναδείξη και αποδείξη τέλειον, δια μέσου των παθημάτων, τον αρχηγόν και αίτιον της σωτηρίας των, δηλαδή τον Χριστόν, εφ' όσον είχε την πανάγαθον απόφασιν πολλούς ανθρώπους να οδηγήση εις την δόξαν. 

Εὐαγγέλιο: ( Λουκ. η΄  41 - 56  )
Λουκ. 8,41         καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ,
Λουκ. 8,41                Και ιδού, ήλθε κάποιος άνθρωπος, ονόματι Ιάρειος, ο οποίος ήτο και άρχων της συναγωγής. Και αφού έπεσεν εις τα πόδια του Ιησού, τον παρακαλούσε να μεταβή στο σπίτι του,
Λουκ. 8,42         ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν.
Λουκ. 8,42                διότι η μονογενής κόρη, την οποίαν είχε, δώδεκα περίπου ετών, ήτο ετοιμοθάνατος. Καθώς δε ο Ιησούς επήγαινεν στο σπίτι του Ιαείρου, τα πλήθη τον επίεζαν με τον συνωστισμόν των.
Λουκ. 8,43         καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι,
Λουκ. 8,43                Και μια γυναίκα, που από δώδεκα έτη υπέφερε από αιμοραγίαν και η οποία είχε εξοδέψει όλην την περιουσίαν της εις ιατρούς, χωρίς να μπορέση να θεραπευθή από κανένα,
Λουκ. 8,44         προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς.
Λουκ. 8,44                επλησίασε πίσω από τον Ιησούν, ήγγισε την άκρη από το ιμάτιόν του και αμέσως εσταμάτησε η αιμοραγία της.
Λουκ. 8,45         καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου;
Λουκ. 8,45                Και είπεν ο Ιησούς· “ποιός είναι αυτός, που με ήγγισε;” Επειδή δε όλοι ηρνούντο, είπεν ο Πετρος και οι μαθηταί που ήσαν μαζή του· “διδάσκαλε, τα πλήθη σε στενοχωρούν και σε πιέζουν ολόγυρα και συ λέγεις ποιός με ήγγισε;”
Λουκ. 8,46         ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ.
Λουκ. 8,46                Ο δε Ιησούς είπε· “κάποιος με ήγγισε. Διότι εγώ κατάλαβα ότι δύναμις θαυματουργική εβγήκε από εμέ”.
Λουκ. 8,47         ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα.
Λουκ. 8,47                Η δε γυναίκα, όταν είδε ότι δεν εξέφυγε από την προσοχήν του Ιησού, τρέμουσα από φόβον και ευλάβειαν ήλθε, έπεσε γονατιστή εμπρός του και διηγήθηκε εις αυτόν και εμπρός εις όλον το πλήθος την αιτίαν, δια την οποίαν τον ήγγισεν, όπως επίσης και το γεγονός, ότι εθεραπεύθηκε αμέσως.
Λουκ. 8,48         ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.
Λουκ. 8,48                Ο δε Ιησούς της είπε· “θάρρος, κόρη μου, η πίστις σου σε έχει σώσει· πήγαινε ειρηνική και χαρούμενη, χωρίς την ανησυχίαν και την θλίψιν που είχες προηγουμένως από την ασθένειάν σου”.
Λουκ. 8,49         Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον.
Λουκ. 8,49                Ενώ δε αυτός ακόμη ωμιλούσε, έρχεται κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγώγου λέγων εις αυτόν, ότι “πέθανε η κόρη σου, μη ενοχλείς και μη βάζεις εις κόπον τον διδάσκαλον”.
Λουκ. 8,50         ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται.
Λουκ. 8,50                Ο Ιησούς όμως, όταν ήκουσε την είδησιν, είπεν στον αρχισυνάγωγον· “μη φοβείσαι, μόνον πίστευε και θα σωθή η κόρη σου”.
Λουκ. 8,51         ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα.
Λουκ. 8,51                 Οταν δε ήλθε στο σπίτι, δεν αφήκε κανένα να μπη, ει μη μόνον τον Πετρον και τον Ιωάννην και τον Ιάκωβον και τον πατέρα της κόρης και την μητέρα.
Λουκ. 8,52         ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει.
Λουκ. 8,52                Εκλαιαν δε όλοι και οδυρόμενοι εκτυπούσαν τας κεφαλάς και τα στήθη των δια την νεκράν. Ο δε Ιησούς είπε· “μη κλαίετε· δεν απέθανε, αλλά κοιμάται”.
Λουκ. 8,53         καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν.
Λουκ. 8,53                Και τον περιγελούσαν, διότι ήξευραν καλά, ότι η κόρη είχε πεθάνει.
Λουκ. 8,54         αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου.
Λουκ. 8,54                Αυτός όμως έβγαλε όλους έξω, επιασε το χέρι της και εφώναξε λέγων· “Κορη, σήκω επάνω”.
Λουκ. 8,55         καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν.
Λουκ. 8,55                Και αμέσως η ψυχή της επέστρεψε στο σώμα και αναστήθηκε· και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν να φάγη, δια να αναλάβη τελείως από την εξάντλησιν της ασθενείας που την οδήγησε στον θάνατον.
Λουκ. 8,56         καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.
Λουκ. 8,56                Και έμειναν εκστατικοί και κατάπληκτοι οι γονείς αυτής. Ο δε Ιησούς παρήγγειλε εις αυτούς, να μη είπουν εις κανένα το γεγονός.




ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ LORD JESUS CHRIST 3. ΑΡΧ. ΣΑΒΒΑΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ

«Θεία Ψυχανάλυση». Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Κανὼν Ἱκετήριος εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν

Ὁ Μέγας Παρακλητικὸς Κανὼν τῆς Παναγίας

Παρακλητικός Κανών Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου

Παρακλητικός Κανών Οσίου Αρσενίου - Βατοπαίδι Χαλκιδικής