Ἀπόστολος: ( Α΄ Θεσ. α΄ 6 - 10 )
Α Θεσ. 1,6 καὶ ὑμεῖς
μιμηταὶ ἡμῶν ἐγενήθητε καὶ τοῦ Κυρίου
δεξάμενοι τὸν λόγον ἐν θλίψει πολλῇ μετὰ χαρᾶς
Πνεύματος Ἁγίου,
Α Θεσ. 1,6 Αλλά και σεις εμιμήθητε ημάς και τον Κυριον με το να
δεχθήτε τον λόγον του Ευαγγελίου εν μέσω πολλών θλίψεων, που σας είχαν
προκαλέσει οι διωγμοί, αλλά και με χαράν, την οποίαν γεννά το Αγιον Πνεύμα εις
τας καλοπροαιρέτους καρδίας.
Α Θεσ. 1,7 ὥστε γενέσθαι ὑμᾶς
τύπους πᾶσι τοῖς πιστεύουσιν ἐν τῇ Μακεδονίᾳ καὶ
ἐν τῇ Ἀχαΐᾳ.
Α Θεσ. 1,7 Με τον τρόπον δε αυτόν έχετε αναδειχθή πράγματι
εκλεκτοί μαθηταί του Κυρίου, ώστε να γίνετε τύπος και παράδειγμα εις όλους τους
πιστούς της Μακεδονίας και της Νοτίου Ελλάδος.
Α Θεσ. 1,8 ἀφ᾿ ὑμῶν
γὰρ ἐξήχηται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου· οὐ μόνον ἐν
τῇ Μακεδονίᾳ καὶ ἐν τῇ Ἀχαΐᾳ, ἀλλὰ
καὶ ἐν παντὶ τόπῳ ἡ πίστις ὑμῶν ἡ
πρὸς τὸν Θεὸν ἐξελήλυθεν, ὥστε μὴ χρείαν ἡμᾶς
ἔχειν λαλεῖν τι·
Α Θεσ. 1,8 Διότι από σας έχει διαλαληθή και ακουσθή ο λόγος του
Κυρίου, όχι δε μόνον εις την Μακεδονίαν και εις την Νοτιον Ελλάδα, αλλά και εις
κάθε τόπον έχει απλωθή και έχει φθάσει η καλή πληροφορία δια την ζωντανήν
πίστιν σας, ώστε να μη ευρισκόμεθα ημείς εις ανάγκην να λέγωμεν τίποτε δι'
αυτήν.
Α Θεσ. 1,9 αὐτοὶ γὰρ
περὶ ἡμῶν ἀπαγγέλλουσιν ὁποίαν εἴσοδον ἔσχομεν
πρὸς ὑμᾶς, καὶ πῶς ἐπεστρέψατε πρὸς τὸν
Θεὸν ἀπὸ τῶν εἰδώλων δουλεύειν Θεῷ ζῶντι
καὶ ἀληθινῷ,
Α Θεσ. 1,9 Διότι αυτοί οι ίδιοι οι Χριστιανοί της Μακεδονίας,
της Νοτίου Ελλάδος και των άλλων μερών διηγούνται πως ημείς εισήλθαμεν εις την
πόλιν σας, ποίους δηλαδή κινδύνους αντικρύσαμεν εκ μέρους των εχθρών της
πίστεως, και πως σεις, παρά τους κινδύνους και τας άλλας περιπετείας, εδέχθητε
την νέαν πίστιν, εγκαταλείψατε τα είδωλα και επεστρέψατε στον Θεόν, δια να
δουλεύετε πλέον, όχι εις τα είδωλα, αλλά στον Θεόν τον ζωντανόν και αληθινόν·
Α Θεσ. 1,10 καὶ ἀναμένειν
τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐκ τῶν οὐρανῶν,
ὃν ἤγειρεν ἐκ τῶν νεκρῶν, Ἰησοῦν τὸν
ῥυόμενον ἡμᾶς ἀπὸ τῆς ὀργῆς τῆς
ἐρχομένης.
Α Θεσ. 1,10 και δια να περιμένετε με πίστιν και χαράν τον Υιόν του
κατά την ένδοξον Δευτέραν Παρουσίαν του από τους ουρανούς, δηλαδή τον Ιησούν
Χριστόν, τον οποίον ανέστησε εκ των νεκρών και ο οποίος μας σώζει και μας
ελευθερώνει από την θείαν οργήν, που πρόκειται να έλθη και να εκσπάση κατά την
Δευτέραν Παρουσίαν.
Λουκ.
11,34 ὁ λύχνος τοῦ
σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ὅταν οὖν ὁ ὀφθαλμός
σου ἁπλοῦς ᾖ, καὶ ὅλον τὸ σῶμά σου
φωτεινόν ἐστιν· ἐπὰν δὲ πονηρὸς ᾖ, καὶ
τὸ σῶμά σου σκοτεινόν.
Λουκ. 11,34 Ο λύχνος, που φωτίζει το σώμα, είναι το μάτι· όταν
λοιπόν το μάτι είναι γερό και καθαρό, όλον το σώμα θα είναι μέσα στο φως. Οταν
όμως είναι άρρωστο και βλαμμένο και το σώμα θα είναι μέσα στο σκοτάδι.
Λουκ.
11,35 σκόπει οὖν μὴ τὸ
φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστίν.
Λουκ. 11,35 Πρόσεχε λοιπόν, μήπως το φως, που έχει βάλει ο Θεός
μέσα σου, δηλαδή το λογικόν και η συνείδησις, είναι σκοτάδι. (Διότι τότε όσον
φως και αν υπάρχη έξω, όσας υψηλάς διδασκαλίας και αν ακούσης, δεν θα
φωτισθής).
Λουκ.
11,36 εἰ οὖν τὸ σῶμά
σου ὅλον φωτεινόν, μὴ ἔχον τι μέρος σκοτεινόν, ἔσται
φωτεινὸν ὅλον ὡς ὅταν ὁ λύχνος τῇ ἀστραπῇ
φωτίζῃ σε.
Λουκ. 11,36 Εάν λοιπόν το σώμα σου είναι φωτεινόν, χωρίς να έχη
κανένα απόκρυφον και σκοτεινόν μέρος, θα είναι όλο φως, όπως όταν ο λύχνος με
την λάμψιν του σε φωτίζη”. (Οταν η ψυχή και η συνείδησις δεν σκοτίζεται από τα
πάθη, τότε θα είναι γεμάτη φως Χριστού).
Λουκ.
11,37 Ἐν δὲ τῷ λαλῆσαι
αὐτὸν ταῦτα ἠρώτα αὐτὸν Φαρισαῖός τις
ὅπως ἀριστήσῃ παρ᾿ αὐτῷ· εἰσελθὼν
δὲ ἀνέπεσεν.
Λουκ. 11,37 Ενώ δε είπε αυτά ο Ιησούς, κάποιος Φαρισαίος τον
παρακαλούσε να γευματίση στο σπίτι του. Και ο Κυριος, όταν εμπήκε στο σπίτι
εκάθισεν εις την τράπεζαν του φαγητού, χωρίς προηγουμένως να πλυθή, όπως
εσυνήθιζαν, δια λόγους τάχα θρησκευτικούς, οι Φαρισαίοι.
Λουκ.
11,38 ὁ δὲ Φαρισαῖος
ἰδὼν ἐθαύμασεν ὅτι οὐ πρῶτον ἐβαπτίσθη
πρὸ τοῦ ἀρίστου.
Λουκ. 11,38 Ο Φαρισαίος όμως, όταν είδεν αυτό, εξεπλάγη, διότι ο
Ιησούς δεν έπλυνε τα χέρια του προ του φαγητού.
Λουκ.
11,39 εἶπε δὲ ὁ
Κύριος πρὸς αὐτόν· νῦν ὑμεῖς οἱ Φαρισαῖοι
τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τοῦ πίνακος
καθαρίζετε, τὸ δὲ ἔσωθεν ὑμῶν γέμει ἁρπαγῆς
καὶ πονηρίας.
Λουκ. 11,39 Είπε δε ο Κυριος προς αυτόν· “σεις οι Φαρισαίοι
καθαρίζετε τώρα την εξωτερικήν επιφάνειαν του ποτηρίου και του πιάτου, το δε
εσωτερικόν σας είναι γεμάτο από αρπαγήν και κακίαν. Τηρείτε τους εξωτερικούς
μόνον τύπους, δια να φαίνεσθε ευσεβείς, πλύνετε το σώμα σας και τα χέρια σας,
αλλά αφίνετε την ψυχήν σας εμπαθή και ακάθαρτον.
Λουκ.
11,40 ἄφρονες! οὐχ ὁ
ποιήσας τὸ ἔξωθεν καὶ τὸ ἔσωθεν ἐποίησε;
Λουκ. 11,40 Ανόητοι! Ο Θεός που έκαμε το απ' έξω, δηλαδή το σώμα,
ο ίδιος δεν έκαμε και το από μέσα, δηλαδή την ψυχήν; Πως το μεν σώμα
προσπαθείτε να το κρατήτε καθαρόν, το δε σπουδαιότερον, την ψυχήν σας, την
αφίνετε ακάθαρτον, αφού και το ένα και το άλλο είναι έργα του Θεού;
Λουκ.
11,41 πλὴν τὰ ἐνόντα
δότε ἐλεημοσύνην, καὶ ἰδοὺ ἅπαντα καθαρὰ ὑμῖν
ἔσται.
Λουκ. 11,41 Πλην όμως δώστε τα υπάρχοντά σας ελεημοσύνην και ιδού
όλα θα σας γίνουν καθαρά και το φάγητον, το οποίον θα τρώγετε, έστω και αν
προηγουμένως δεν πλυθήτε.