Ἀπόστολος: ( Ἐβρ. ζ΄ 26 - η΄ 2)
Εβρ. 7,26 Τοιοῦτος γὰρ
ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος,
κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὑψηλότερος
τῶν οὐρανῶν γενόμενος,
Εβρ. 7,26 Διότι τέτοιος τέλειος και αιώνιος Αρχιερεύς μας
εχρειάζετο, όσιος, χωρίς κανένα ίχνος κακίας και πονηρίας, αμόλυντος από κάθε
σπίλον αμαρτίας, χωρισμένος και εντελώς διάφορος με την αγιότητά του από τους
αμαρτωλούς και ο οποίος έχει ανυψωθή πάρα πάνω από τους ουρανούς, εις τα δεξιά
του Πατρός και Θεού,
Εβρ. 7,27 ὃς οὐκ ἔχει
καθ᾿ ἡμέραν ἀνάγκην, ὥσπερ οἱ ἀρχιερεῖς,
πρότερον ὑπὲρ τῶν ἰδίων ἁμαρτιῶν θυσίας ἀναφέρειν,
ἔπειτα τῶν τοῦ λαοῦ· τοῦτο γὰρ ἐποίησεν
ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας.
Εβρ. 7,27 και δεν έχει ανάγκην, όπως οι Αρχιερείς του Νομου,
να προσφέρη πρώτον θυσίας δια τας ιδικάς του αμαρτίας και έπειτα δια τας
αμαρτίας του λαού. Αφ' ενός μεν διότι είναι απολύτως αναμάρτητος, αφ' ετέρου δε
διότι προσέφερε μίαν φοράν υπέρ του λαού την υψίστην λυτρωτικήν θυσίαν,
θυσιάσας τον εαυτόν του επάνω στον σταυρόν.
Εβρ. 7,28 ὁ νόμος γὰρ
ἀνθρώπους καθίστησιν ἀρχιερεῖς ἔχοντας ἀσθένειαν,
ὁ λόγος δὲ τῆς ὁρκωμοσίας τῆς μετὰ τὸν
νόμον υἱὸν εἰς τὸν αἰῶνα τετελειωμένον.
Εβρ. 7,28 Διότι ο Νομος του Μωϋσέως εγκαθιστά αρχιερείς, που
και αυτοί σαν άνθρωποι έχουν ηθικήν ασθένειαν και ατέλειαν. Ο δε λόγος της
ενόρκου υποσχέσεως του Θεού, που εδόθη μετά τον Νομον δια μέσου του προφήτου
Δαυΐδ, εγκαθιστά αιώνιον αρχιερέα τον Υιόν του Θεού, ο οποίος τέλειος ως Θεός
ανεδείχθη και ως άνθρωπος κατά πάντα τέλειος και μένει τέλειος στους αιώνας των
αιώνων.
Εβρ. 8,1 Κεφάλαιον δὲ ἐπὶ
τοῖς λεγομένοις, τοιοῦτον ἔχομεν ἀρχιερέα, ὃς ἐκάθισεν
ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς
οὐρανοῖς,
Εβρ. 8,1 Το δε σημαντικώτερον και βασικωτάτης
σπουδαιότητος από όσα μέχρι τώρα είπομεν είναι τούτο ότι έχομεν τέτοιον
Αρχιερέα, ο οποίος εκάθισεν εις τα δεξιά του θρόνου της θείας μεγαλωσύνης επάνω
στους ουρανούς
Εβρ. 8,2 τῶν ἁγίων
λειτουργὸς καὶ τῆς σκηνῆς τῆς ἀληθινῆς,
ἣν ἔπηξεν ὁ Κύριος, καὶ οὐκ ἄνθρωπος.
Εβρ. 8,2 και έγινε λειτουργός εις τα Αγια του Ουρανού και
εις την αληθινήν σκηνήν, την οποίαν εθεμελίωσε και κατεσκεύασεν ο Κυριος και
όχι άνθρωπος.
Ιω. 10,9 ἐγώ εἰμι ἡ
θύρα· δι᾿ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ,
σωθήσεται, καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται, καὶ
νομὴν εὑρήσει.
Ιω. 10,9 Εγώ είμαι η θύρα. Δι' εμού εάν κανείς εισέλθη,
θα σωθή. Και θα εισέλθη εις την μάνδραν, δια να εύρη ασφάλειαν και ανάπαυσιν,
και θα βγη, όταν είναι καιρός βοσκής και θα εύρη τροφήν.
Ιω. 10,10 ὁ κλέπτης οὐκ
ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ
ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι
καὶ περισσὸν ἔχωσιν.
Ιω. 10,10 Ο κλέπτης δεν έρχεται, ει μη μόνον δια να κλέψη
και να σφάξη και να καταστρέψη. Τετοιοι ήσαν οι κακοί ποιμένες του Ισραήλ. Εγώ
όμως ήλθα, δια να έχουν τα πρόβατα ζωήν, δια να έχουν με το παραπάνω την τροφήν
των και κάθε τι καλόν και χρήσιμον.
Ιω. 10,11 ἐγώ εἰμι ὁ
ποιμὴν ὁ καλός. ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν
αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων·
Ιω. 10,11 Εγώ είμαι ο ποιμήν ο καλός και πονετικός. Ο
ποιμήν ο καλός και την ζωήν του ακόμα θυσιάζει δια να προφυλάξη τα πρόβατα από
κάθε κίνδυνον.
Ιω. 10,12 ὁ μισθωτὸς
δὲ καὶ οὐκ ὢν ποιμήν, οὗ οὐκ εἰσὶ
τὰ πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ
ἀφίησι τὰ πρόβατα καὶ φεύγει· καὶ ὁ λύκος ἁρπάζει
αὐτὰ καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα.
Ιω. 10,12 Ο μισθωτός δε βοσκός, που δεν είναι ιδικά του τα
πρόβατα και τα βόσκει μόνον και μόνον δια τον μισθόν του, βλέπει τον λύκον να έρχεται
και αφίνει τα πρόβατα και φεύγει. Και τότε ανενόχλητος ο λύκος αρπάζει,
κατασπαράσσει και διασκορπίζει τα πρόβατα. (Οι ανάξιοι πνευματικοί ποιμένες,
που έχουν το έργον των μόνον και μόνον ως προσδοφόρον επάγγελμα, δεν
ενδιαφέρονται να προφυλάξουν τα λογικά πρόβατα από τον διάβολον και τα όργανά
του).
Ιω. 10,13 ὁ δἑ
μισθωτὸς φεύγει, ὅτι μισθωτός ἐστι καὶ οὐ μέλει αὐτῷ
περὶ τῶν προβάτων.
Ιω. 10,13 Ο μισθωτός βοσκός φεύγει, ακριβώς διότι είναι
μισθωτός και δεν έχει καμμίαν διάθεσιν να εκθέση εις κίνδυνον την ζωήν του δια
τα πρόβατα, διότι δεν ενδιαφέρεται δι' αυτά, παρά μόνον δια τον μισθόν του.
Ιω. 10,14 ἐγώ εἰμι ὁ
ποιμὴν ὁ καλός, καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ
γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν,
Ιω. 10,14 Εγώ είμαι ο καλός ποιμήν και γνωρίζω τα ιδικά μου
πρόβατα και γνωρίζομαι από τα ιδικά μου.
Ιω. 10,15 καθὼς γινώσκει
με ὁ πατὴρ κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα, καὶ τὴν
ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων.
Ιω. 10,15 Οπως με γνωρίζει και με αγαπά ο Πατήρ και εγώ
επίσης γνωρίζω και αγαπώ τον Πατέρα, έτσι γνωρίζω και γνωρίζομαι από τα
πρόβατα, έτσι αγαπώ και αγαπώμαι από τα πρόβατα, δια τούτο και παραδίδω την
ψυχήν μου εις θάνατον χάριν των προβάτων.
Ιω. 10,16 καὶ ἄλλα
πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς
ταύτης· κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν, καὶ τῆς
φωνῆς μου ἀκούσουσι, καὶ γενήσεται μία ποίμνη, εἷς
ποιμήν.
Ιω. 10,16 Εχω και άλλα πρόβατα, τα οποία δεν είναι από αυτήν
την μάνδραν, δεν ανήκουν στο έθνος των Εβραίων. Και εκείνα πρέπει εγώ να τα
οδηγήσω και να τα ποιμάνω μαζή με τα άλλα ως καλός ποιμήν. Και εκείνα θα με
γνωρίσουν και όταν τα καλώ θα ακούσουν την φωνήν μου, όπως και τα άλλα· και θα
γίνη έτσι μία ποίμνη, η Εκκλησία, και ένας ποιμήν, ο Χριστός.