Ἀπόστολος: ( Α΄ Θεσ. δ΄ 18 - ε΄ 10)
Α Θεσ. 4,18 Ὥστε παρακαλεῖτε
ἀλλήλους ἐν τοῖς λόγοις τούτοις.
Α Θεσ. 4,18 Ωστε, λοιπόν, παρηγορείτε και ενισχύετε ο ένας τον
άλλον με τα λόγια αυτά, που σας γράφω και τα οποία είναι λόγοι του Κυρίου.
Α Θεσ. 5,1 Περὶ δὲ τῶν
χρόνων καὶ τῶν καιρῶν, ἀδελφοί, οὐ χρείαν ἔχετε
ὑμῖν γράφεσθαι·
Α Θεσ. 5,1 Ως προς δε τους χρόνους και τους καιρούς της
Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου δεν έχετε ανάγκην, αδελφοί, να σας γράψωμεν
ημείς,
Α Θεσ. 5,2 αὐτοὶ γὰρ
ἀκριβῶς οἴδατε ὅτι ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς
κλέπτης ἐν νυκτὶ οὕτως ἔρχεται.
Α Θεσ. 5,2 διότι σεις ξέρετε πολύ καλά, σύμφωνα με εκείνα, που
προφορικώς σας έχομεν διδάξει, ότι δηλαδή η ημέρα της Παρουσίας του Κυρίου θα
έλθη έξαφνα εις ώραν, που δεν περιμένομεν, όπως ακριβώς έρχεται ο κλέπτης κατά
την νύκτα. (Κατά τον ίδιον τρόπον έξαφνα έρχεται και η ημέρα της εκδημίας μας
από τον κόσμον αυτόν).
Α Θεσ. 5,3 ὅταν γὰρ
λέγωσιν, εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια, τότε αἰφνίδιος αὐτοῖς
ἐφίσταται ὄλεθρος, ὥσπερ ἡ ὠδὶν τῇ ἐν
γαστρὶ ἐχούσῃ, καὶ οὐ μὴ ἐκφύγωσιν.
Α Θεσ. 5,3 Διότι, όταν οι άνθρωποι λέγουν, “τώρα υπάρχει ειρήνη
και ασφάλεια”. τότε έρχεται ξαφνικός εις αυτούς ο όλεθρος, όπως έξαφνα έρχεται
και η ωδίνη του τοκετού εις την έγκυον. Ετσι και οι άνθρωποι αυτοί δεν θα
αποφύγουν την καταστροφήν.
Α Θεσ. 5,4 ὑμεῖς δέ, ἀδελφοί,
οὐκ ἐστὲ ἐν σκότει, ἵνα ἡ ἡμέρα ὑμᾶς
ὡς κλέπτης καταλάβῃ·
Α Θεσ. 5,4 Σεις όμως, αδελφοί, δεν ευρίσκεσθε στο σκότος της
αγνοίας και της πλάνης, δια να σας καταλάβη σαν κλέπτης απροετοιμάστους και
αμετανοήτους η ημέρα του Κυρίου.
Α Θεσ. 5,5 πάντες ὑμεῖς
υἱοὶ φωτός ἐστε καὶ υἱοὶ ἡμέρας. οὐκ
ἐσμὲν νυκτὸς οὐδὲ σκότους.
Α Θεσ. 5,5 Ολοι σεις είσθε τέκνα του φωτός, παιδιά της ημέρας
του Θεού. Δεν είμεθα άνθρωποι της νύκτας και του σκότους (ώστε να μη ξέρωμεν
που βαδίζομεν η να κοιμώμεθα τον βαρύν ύπνον της αμεριμνησίας).
Α Θεσ. 5,6 Ἄρα οὖν μὴ
καθεύδωμεν ὡς καὶ οἱ λοιποί, ἀλλὰ γρηγορῶμεν
καὶ νήφωμεν.
Α Θεσ. 5,6 Αρα, λοιπόν, ας μη κοιμώμεθα τον ύπνον της ραθυμίας και
απροσεξίας, όπως οι άλλοι άνθρωποι, που ζουν μακράν από τον Χριστόν, αλλ' ας
είμεθα άγρυπνοι, προσεκτικοί και εγκρατείς.
Α Θεσ. 5,7 οἱ γὰρ
καθεύδοντες νυκτὸς καθεύδουσι, καὶ οἱ μεθυσκόμενοι νυκτὸς
μεθύουσιν·
Α Θεσ. 5,7 Διότι εκείνοι που κοιμώνται, κοιμώνται κατά το
διάστημα της νυκτός, και εκείνοι που μεθούν, μεθούν κατά την νύκτα. (Οι
πνευματικώς κοιμισμένοι και απρόσεκτοι άνθρωποι ευρίσκονται στο σκοτάδι της
αμαρτίας και έξαφνα θα αντικρύσουν την ημέραν του Κυρίου).
Α Θεσ. 5,8 ἡμεῖς δὲ
ἡμέρας ὄντες νήφωμεν, ἐνδυσάμενοι θώρακα πίστεως καὶ ἀγάπης
καὶ περικεφαλαίαν ἐλπίδα σωτηρίας·
Α Θεσ. 5,8 Ημείς όμως οι Χριστιανοί, αφού είμεθα τέκνα της
ημέρας, ας ζώμεν με προσοχήν και εγκράτειαν αγωνιζόμενοι συνεχώς εναντίον της
αμαρτίας. Ας ενδυθώμεν ως άλλον πνευματικόν θώρακα, που θα ασφαλίζη την ψυχήν
μας από τα βέλη της αμαρτίας, την πίστιν και την αγάπην· και ας φορέσωμεν σαν
περικεφαλαίαν, που θα περιφρουρή τον νου μας από την πλάνην, την ελπίδα της
σωτηρίας.
Α Θεσ. 5,9 ὅτι οὐκ ἔθετο
ἡμᾶς ὁ Θεὸς εἰς ὀργήν, ἀλλ᾿ εἰς
περιποίησιν σωτηρίας διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ.
Α Θεσ. 5,9 Αυτή δε η ελπίς θα μας πληροφορή πάντοτε, ότι ο Θεός
δεν μας έχει τάξει δι' οργήν και καταδίκην, αλλά μας έχει προορίσει να
αποκτήσωμεν ως αναφαίρετον θησαυρόν μας την σωτηρίαν δια μέσου του Κυρίου ημών
Ιησού Χριστού,
Α Θεσ. 5,10 τοῦ ἀποθανόντος
ὑπὲρ ἡμῶν, ἵνα εἴτε γρηγορῶμεν εἴτε
καθεύδωμεν ἅμα σὺν αὐτῷ ζήσωμεν.
Α Θεσ. 5,10 ο οποίος απέθανε προς χάριν ημών, δια να ζήσωμεν όλοι
οι πιστοί μαζή με αυτόν εις την αιωνιότητα, είτε μας εύρη η Δευτέρα Παρουσία
του ζώντας ακόμη εις την γην είτε μας εύρη κοιμηθέντας εν Κυρίω.
Εὐαγγέλιο: ( Λουκ. ιγ΄ 1 - 9)
Λουκ.
13,1 Παρῆσαν δέ τινες ἐν
αὐτῷ τῷ καιρῷ ἀπαγγέλλοντες αὐτῷ περὶ
τῶν Γαλιλαίων, ὧν τὸ αἷμα Πιλᾶτος ἔμιξε μετὰ
τῶν θυσιῶν αὐτῶν.
Λουκ. 13,1 Κατά την ώραν δε που ωμιλούσε ο Κυριος,
παρουσιάσθησαν μερικοί και του ανήγγειλαν δια τους Γαλιλαίους, των οποίων το
αίμα ο Πιλάτος, όταν με τους στρατιώτας του τους έσφαξε μέσα εις την αυλήν του
ναού, το ανέμιξε με τας θυσίας, που εκείνοι προσέφεραν την ώραν αυτήν.
Λουκ.
13,2 καὶ ἀποκριθεὶς
ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· δοκεῖτε ὅτι
οἱ Γαλιλαῖοι οὗτοι ἁμαρτωλοὶ παρὰ πάντας τοὺς
Γαλιλαίους ἐγένοντο, ὅτι τοιαῦτα πεπόνθασιν;
Λουκ. 13,2 Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπε· “εκ του γεγονότος
ότι έπαθαν αυτά, βγάζετε σστο συμπέρασμα ότι οι Γαλιλαίοι αυτοί υπήρξαν
αμαρτωλοί περισσότερον από όλους τους Γαλιλαίους;
Λουκ.
13,3 οὐχί, λέγω ὑμῖν,
ἀλλ᾿ ἐὰν μὴ μετανοῆτε, πάντες ὡσαύτως
ἀπολεῖσθε.
Λουκ. 13,3 Οχι σας λέγω· διότι και οι άλλοι Γαλιλαίοι είναι
επίσης αμαρτωλοί. Εάν δε δεν μετανοήσετε και σεις όλοι, κατά τον ίδιο τρόπον θα
χαθήτε.(Τα ρωμαϊκά στρατεύματα είναι έτοιμα να ορμήσουν και να σας
κατασφάξουν).
Λουκ.
13,4 ἢ ἐκεῖνοι οἱ
δέκα καὶ ὀκτώ, ἐφ᾿ οὓς ἔπεσεν ὁ
πύργος ἐν τῷ Σιλωὰμ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτούς,
δοκεῖτε ὅτι οὗτοι ὀφειλέται ἐγένοντο παρὰ
πάντας τοὺς ἀνθρώπους τοὺς κατοικοῦντας ἐν Ἱερουσαλήμ;
Λουκ. 13,4 Η νομίζετε ότι οι δέκα οκτώ, επάνω στους οποίους
έπεσε ο πύργος του Σιλωάμ και τους εθανάτωσεν, αυτοί υπήρξαν ενώπιον του Θεού
αμαρτωλοί και χρεώσται περισσότερον από όλους τους ανθρώπους, που κατοικούν εις
την Ιερουσαλήμ;
Λουκ.
13,5 οὐχί, λέγω ὑμῖν,
ἀλλ᾿ ἐὰν μὴ μετανοήσητε, πάντες ὁμοίως ἀπολεῖσθε.
Λουκ. 13,5 Οχι σας λέγω· αλλ' έπαθαν εκείνοι, δια να συνέλθετε
σεις. Εάν όμως δεν μετανοήσετε, όλοι κατά τον ίδιον τρόπον θα χαθήτε, διότι θα
ταφήτε κάτω από τα ερείπια των πόλεών σας”.
Λουκ.
13,6 Ἔλεγε δὲ ταύτην τὴν
παραβολήν· συκῆν εἶχέ τις ἐν τῷ ἀμπελῶνι
αὐτοῦ πεφυτευμένην, καὶ ἦλθε ζητῶν καρπὸν ἐν
αὐτῇ, καὶ οὐχ εὗρεν.
Λουκ. 13,6 Ελεγε δε αυτήν την παραβολήν· “κάποιος είχε μια
συκιά, φυτευμένη στο αμπέλι του και ήλθε ζητών καρπόν εις αυτήν και δεν ευρήκε.
Λουκ.
13,7 εἶπε δὲ πρὸς
τὸν ἀμπελουργόν· ἰδοὺ τρία ἔτη ἔρχομαι
ζητῶν καρπὸν ἐν τῇ συκῇ ταύτῃ, καὶ οὐχ
εὑρίσκω· ἔκκοψον αὐτήν· ἱνατί καὶ τὴν
γῆν καταργεῖ;
Λουκ. 13,7 Είπε δε στον αμπελουργόν· Ιδού, τρία χρόνια έρχομαι
και ζητώ καρπόν εις την συκιάν αυτήν και δεν ευρίσκω. Κοψε την και ξερρίζωσέ
την. Διατί να αχρηστεύη την γην;
Λουκ.
13,8 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς
εἶπεν αὐτῷ· κύριε, ἄφες αὐτὴν καὶ
τοῦτο τὸ ἔτος, ἕως ὅτου σκάψω περὶ αὐτὴν
καὶ βάλω κόπρια.
Λουκ. 13,8 Εκείνος όμως απεκρίθη και είπε· Κυριε, άφησέ την και
τούτο το έτος, έως ότου σκάψω γύρω από αυτήν και ρίψω λίπασμα.
Λουκ.
13,9 κἂν μὲν ποιήσῃ
καρπόν· εἰ δὲ μήγε, εἰς τὸ μέλλον ἐκκόψεις αὐτήν.
Λουκ. 13,9 Και εάν μεν κάμη καρπόν, την αφίνομεν, εάν όμως δεν
κάμη, τότε θα την κόψης στο μέλλον”. (Ο Θεός δεχόμενος παράκλησιν του Υιού του
παριμένει την μετάνοιαν του αμαρτωλού και τα καλά του έργα ως πνευματικήν
καρποφορίαν. Εάν όμως ο αμαρτωλός μείνη σκληρυμμένος και αμετανόητος, τότε ο
Θεός θα τον τιμωρήση. Αυτό συνέβη με τους αμετανοήτους Εβραίους, τους οποίους
εσυμβόλιζε η άκαρπος συκή).