Εναντίον των Αρειανών ο Άγιος Αθανάσιος
ισχυρίζεται ότι το όνομα “άγγελος” ενίοτε απευθύνεται εις τον άκτιστον
Λόγον και άλλοτε εις τινα κτιστόν άγγελον. Ούτος επιμένει ότι δεν
ημπορεί να γίνη σύγχυσις εις το ότι ορά τις ένα κτιστόν άγγελον ή τον
άκτιστον Υιόν του Θεού, ο Οποίος μερικάς φοράς αποκαλείται “Άγγελος” εις
την Παλαιάν Διαθήκην. Επιμένει δε ότι “όταν οράται ο Υιός, τότε οράται ο
Πατήρ, διότι Ούτος (Υιός) είναι το απαύγασμα (ακτινοβολία) του Πατρός,
και ούτως ο Πατήρ και ο Υιός έν εισί… Είναι πολύ φανερόν ότι, όσα λέγει ο
Θεός, Ούτος (Θεός) τα λέγει μέσω του Λόγου και ουχί μέσω τινός άλλου…
Και ο εωρακώς τον Υιόν, γνωρίζει ότι, Τούτον εωρακώς, εώρακεν ουχί ένα
άγγελον, ούτε τινά απλώς μεγαλύτερον των αγγέλων, ούτε εν συντομία
κτίσμα τι, αλλά τον Ίδιον τον Πατέρα. Και ο ακούων του Λόγου γνωρίζει
ότι ακούει του Πατρός. Καθώς εκείνος, ο οποίος ακτινοβολεί από
ακτινοβολίαν (λάμψιν), γνωρίζει ότι φωτίζεται από τον ήλιον [ 5 ] Ως
κλειδί εις την Παλαιάν και Καινήν Διαθήκην, ο Άγιος Αθανάσιος, δηλώνει
“ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός του ότι ο Πατήρ ενεργεί… δια του
Υιού…” [ 6 ]
Αυτό σημαίνει ότι η Παλαιά Διαθήκη είναι Χριστοκεντρική, αφού ο Χριστός είναι ο προενσαρκωθείς Άγγελος του Κυρίου και της Μεγάλης Βουλής, ο Κύριος της Δόξης και ο Κύριος Σαββαώθ, εις τον Οποίον οι πατριάρχαι και προφήται βλέπουν και ακούουν τον Θεόν και μέσω του Οποίου λαμβάνουν την χάριν, την βοήθειαν και την συγχώρησιν.
Αυτό σημαίνει ότι η Παλαιά Διαθήκη είναι Χριστοκεντρική, αφού ο Χριστός είναι ο προενσαρκωθείς Άγγελος του Κυρίου και της Μεγάλης Βουλής, ο Κύριος της Δόξης και ο Κύριος Σαββαώθ, εις τον Οποίον οι πατριάρχαι και προφήται βλέπουν και ακούουν τον Θεόν και μέσω του Οποίου λαμβάνουν την χάριν, την βοήθειαν και την συγχώρησιν.