Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

Ἁγιογραφικό Ἀνάγνωσμα τῆς Δευτέρας 12 Ὀκτωβρίου

Ἀπόστολος: (Φιλ. β΄ 12 -16)
σωτηρα ν διαμορφν τν χαρακτρα

12 στε, γαπητο μου, καθς πντοτε πηκοσατε, μ ς ν τ παρουσίᾳ μου μνον, λλ νν πολλ μλλον ν τ πουσίᾳ μου, μετ φβου κα τρμου τν αυτν σωτηραν κατεργζεσθε·
13 Θες γρ στιν νεργν ν μν κα τ θλειν κα τ νεργεν πρ τς εδοκας.
14 Πντα ποιετε χωρς γογγυσμν κα διαλογισμν,
15 να γνησθε μεμπτοι κα κραιοι, τκνα Θεο μμητα ν μσ γενες σκολις κα διεστραμμνης, ν ος φανεσθε ς φωστρες ν κσμ,
16 λγον ζως πχοντες, ες καχημα μο ες μραν Χριστο, τι οκ ες κενν δραμον οδ ες κενν κοπασα.
  ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Ἡ σωτηρία νὰ διαμορφώνῃ τὸν χαρακτῆρα

12 Ὥστε, ἀγαπητοί μου, καθὼς πάντοτε ἐδείξατε ὑπακοήν, ὄχι μόνον ἐπειδὴ ἤμουν παρών, ἀλλὰ καὶ τώρα πολὺ περισσότερον ἐπειδὴ εἶμαι ἀπών, μὲ φόβον καὶ τρόμον νὰ κατεργάζεσθε τὴν σωτηρίαν σας,
13 διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐργάζεται μέσα σας καὶ τὸ νὰ θέλετε καὶ τὸ νὰ ἐνεργῆτε κατὰ τὴν θέλησίν του.
14 Ὅλα νὰ τὰ κάνετε χωρὶς γογγυσμοὺς καὶ ἀμφισβητήσεις,
15 διὰ νὰ γίνετε ἄψογοι καὶ ἀκέραιοι, παιδιὰ τοῦ Θεοῦ ἄψογα μέσα σὲ μιὰ γενεὰ διεφθαρμένη καὶ διεστραμμένη, μεταξὺ τῶν ὁποίων λάμπετε εἰς τὸν κόσμον σὰν ἀστέρια,
16 κρατοῦντες στερεὰ τὸν λόγον τῆς ζωῆς, διὰ νὰ μπορῶ νὰ καυχηθῶ κατὰ τὴν Ἡμέραν τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δὲν ἔτρεξα ματαίως οὔτε ἐκοπίασα ματαίως.
 Εὐαγγέλιο: ( Λουκ. ζ΄ 36 - 50 )
μρωσις τν ποδιν το ησο κα παραβολ τν δο χρεοφειλετν

36 ᾿Ηρτα δ τις ατν τν Φαρισαων να φγ μετ᾿ ατο· κα εσελθν ες τν οκαν το Φαρισαου νεκλθη.
37 Κα δο γυν ν τ πλει τις ν μαρτωλς, κα πιγνοσα τι νκειται ν τ οκίᾳ το Φαρισαου, κομσασα λβαστρον μρου
38 κα στσα πσω παρ τος πδας ατο κλαουσα, ρξατο βρχειν τος πδας ατο τος δκρυσι κα τας θριξ τς κεφαλς ατς ξμασσε, κα κατεφλει τος πδας ατο κα λειφε τ μρ.
39δν δ Φαρισαος καλσας ατν επεν ν αυτ λγων· οτος ε ν προφτης, γνωσκεν ν τς κα ποταπ γυν τις πτεται ατο, τι μαρτωλς στι.
40 Κα ποκριθες ησος επε πρς ατν· Σμων, χω σο τι επεν. δ φησι· διδσκαλε, επ.
41 Δο χρεωφειλται σαν δανειστ τινι· ες φειλε δηνρια πεντακσια, δ τερος πεντκοντα.
42 Μ χντων δ ατν ποδοναι, μφοτροις χαρσατο· τς ον ατν, επ, πλεον ατν γαπσει;
43 ποκριθες δ Σμων επεν· πολαμβνω τι τ πλεον χαρσατο. δ επεν ατ· ρθς κρινας.
44 Κα στραφες πρς τν γυνακα τ Σμωνι φη· βλπεις τατην τν γυνακα; Εσλθν σου ες τν οκαν, δωρ π τος πδας μου οκ δωκας· ατη δ τος δκρυσιν βρεξ μου τος πδας κα τας θριξ τς κεφαλς ατς ξμαξε.
45 Φλημ μοι οκ δωκας· ατη δ φ᾿ ς εσλθεν ο διλιπε καταφιλοσ μου τος πδας.
46 λαίῳ τν κεφαλν μου οκ λειψας· ατη δ μρ λειψ μου τος πδας.
47 Ο χριν λγω σοι, φωνται α μαρται ατς α πολλα, τι γπησε πολ· δ λγον φεται, λγον γαπ.
48 Επε δ ατ· φωντα σου α μαρται.
49 Κα ρξαντο ο συνανακεμενοι λγειν ν αυτος· τς οτς στιν ς κα μαρτας φησιν;50 Επε δ πρς τν γυνακα· πστις σου σσωκ σε· πορεου ες ερνην.
 ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Ἡ μύρωσις τῶν ποδιῶν τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἡ παραβολὴ τῶν δύο χρεοφειλετῶν

36 Ἕνας ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους τὸν προσκάλεσε σὲ γεῦμα· καὶ ὅταν ἐμπῆκε εἰς τὸ σπίτι τοῦ Φαρισαίου, ἐκάθησε εἰς τὸ τραπέζι.
37 Εἰς τὴν πόλιν ἔμενε μία γυναῖκα, ποὺ ἦτο ἁμαρτωλὴ καὶ ὅταν ἔμαθε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐγευμάτιζε εἰς τὸ σπίτι τοῦ Φαρισαίου, ἔφερε ἕνα ἀλαβάστρινον δοχεῖον μὲ μύρον,
38 ἐστάθηκε πίσω κοντὰ εἰς τὰ πόδια του καὶ ἔκλαιε, καὶ ἄρχισε μὲ τὰ δάκρυα νὰ βρέχῃ τὰ πόδια του καὶ μὲ τὰ μαλλιά της ἐσφόγγιζε καὶ φιλοῦσε τὰ πόδια του καὶ τὰ ἄλειφε μὲ μύρον.
39 Ὅταν εἶδε αὐτὸ ὁ Φαρισαῖος, ποὺ τὸν εἶχε προσκαλέσει, εἶπε μέσα του, «Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦτο προφήτης, θὰ ἐγνώριζε ποιὰ καὶ ποιοὺ εἴδους εἶναι ἡ γυναῖκα αὐτὴ ποὺ τὸν ἀγγίζει, διότι εἶναι ἁμαρτωλή».
40 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Σίμων, ἔχω κάτι νὰ σοῦ πῶ». «Λέγε, Διδάσκαλε», εἶπε αὐτός.
41 «Ἔνας δανειστὴς εἶχε δύο χρεοφειλέτας, ὁ ἕνας χρωστοῦσε πεντακόσια δηνάρια καὶ ὁ ἄλλος πενήντα.
42 Ἐπειδὴ δὲν εἶχαν νὰ τοῦ τὰ ἐπιστρέψουν, τὰ ἐχάρισε καὶ εἰς τοὺς δύο. Ποιὸς λοιπὸν ἀπὸ αὐτοὺς θὰ τὸν ἀγαπήσῃ περισσότερον;».
43 Ἀπεκρίθη ὁ Σίμων, «Νομίζω ἐκεῖνος, εἰς τὸν ὁποῖον ἐχάρισε τὰ περισσότερα». Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Σωστὰ ἔκρινες».
44 Ἐστράφηκε τότε εἰς τὴν γυναῖκα καὶ εἶπε εἰς τὸν Σίμωνα, «Βλέπεις αὐτὴν τὴν γυναῖκα; Ἐμπῆκα εἰς τὸ σπίτι σου, καὶ δὲν μοῦ ἔδωκες νερὸ γιὰ τὰ πόδια μου, αὐτὴ ὅμως μοῦ ἔβρεξε τὰ πόδια μὲ τὰ δάκρυά της καὶ μὲ τὰ μαλλιά της τὰ σφόγγισε.
45 Ἕνα φίλημα δὲν μοῦ ἔδωκες. Αὐτὴ ὅμως ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἐμπῆκα δὲν ἔπαυσε νὰ μοῦ φιλῇ τὰ πόδια.
46 Δὲν μοῦ ἄλειψες τὸ κεφάλι μὲ λάδι, αὐτὴ ὅμως μὲ μύρον ἄλειψε τὰ πόδια μου.
47 Διὰ τοῦτο σοῦ λέγω, συγχωρήθηκαν οἱ πολλὲς ἁμαρτίες της· ἡ μεγάλη ἀγάπη της τὸ δείχνει· ἐνῷ ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον συγχωροῦνται λίγα, δείχνει λίγη ἀγάπη».
48 Εἶπε τότε εἰς αὐτήν, «Σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες».
49 Καὶ ἄρχισαν οἱ συμπαρακαθήμενοι νὰ λέγουν μέσα τους, «Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ καὶ ἁμαρτίες συγχωρεῖ;».50 Εἶπε τότε εἰς τὴν γυναῖκα, «Ἡ πίστις σου σὲ ἔσωσε· πήγαινε εἰς εἰρήνην».

ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ LORD JESUS CHRIST 3. ΑΡΧ. ΣΑΒΒΑΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ

«Θεία Ψυχανάλυση». Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Κανὼν Ἱκετήριος εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν

Ὁ Μέγας Παρακλητικὸς Κανὼν τῆς Παναγίας

Παρακλητικός Κανών Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου

Παρακλητικός Κανών Οσίου Αρσενίου - Βατοπαίδι Χαλκιδικής