του π. Δημητρίου Μπόκου
Δέκα
ἑπτὰ χρόνια ἔζησε στὴν Αἴγυπτο ὁ Ἰακώβ, ὅπου λόγῳ τοῦ συνεχιζόμενου
λιμοῦ τὸν εἶχε φέρει ὁ γιός του Ἰωσήφ. Ὁ πολυκύμαντος βίος του ἔφτανε
στὸ τέλος του. Σὲ βαθιὰ γηρατειά, ἑκατὸν σαράντα ἑπτὰ ἐτῶν, ὁ γηραιὸς
πατριάρχης ἀρρώστησε. Ὁ Ἰωσὴφ μὲ τὰ δύο παιδιά του, τὸν Μανασσῆ καὶ τὸν
Ἐφραίμ, ἔτρεξε κοντά του.
Τὰ μάτια τοῦ Ἰακὼβ εἶχαν βαρύνει ἀπὸ τὸ γῆρας καὶ δὲν ἔβλεπε καλά. Ἀγκάλιασε τὰ ἐγγόνια του καὶ τὰ φίλησε.
– Ὁ Θεὸς μὲ εὐλόγησε πολύ, εἶπε στὸν Ἰωσήφ. Ὄχι μόνο μὲ ἀξίωσε νὰ ξαναδῶ τὸ πρόσωπό σου, ἀλλὰ μοῦ ἔδειξε καὶ τοὺς ἀπογόνους σου.
Τὰ παιδιὰ προσκύνησαν τὸν γέροντα παππού τους σκύβοντας, κατὰ τὸ ἔθος, τὸ πρόσωπό τους ὣς τὸ ἔδαφος.