Μετά το δεύτερο έτος της αλώσεως της
Ιερουσαλήμ, ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ είδε όραμα θαυμαστό, το οποίο,
όταν ξύπνησε, παρευθύς το ελησμόνησε. Τότε συγκάλεσε τους μάγους και
τους σοφούς των Χαλδαίων, και τους ονειροκριτές, και τους σημειολύτες,
τους είπε: «Όραμα είδα φοβερό και θαυμαστό και όταν ξύπνησα, το
ελησμόνησα θέλω λοιπόν να μου ειπείτε και το όραμά μου και την ερμηνεία
του τι σημαίνει»...
Απεκρίθησαν οι μάγοι: «Βασιλεύ πολυχρονημένε, πες μας το όνειρό σου, καί ημείς να το διαλύσομε».
Απεκρίθησαν οι μάγοι: «Βασιλεύ πολυχρονημένε, πες μας το όνειρό σου, καί ημείς να το διαλύσομε».
Λέγει σ’ αυτούς ο βασιλεύς: «Καί το όνειρό μου να ειπείτε καί την ερμηνεία του, διότι μέλλετε κακώς να αποθάνετε».
Απεκρίθησαν οι μάγοι: «Το ζήτημά σου,
βασιλεύ, δεν δύναται άνθρωπος να το ορίσει, μόνον οι θεοί τους οποίους
προσκυνούμε δύνανται να βρουν και το όνειρό σου, καί την ερμηνεία του».
Τότε ο βασιλεύς θυμωθείς απεφάσισε να
φονεύσει όλους τους σοφούς και τους μάγους των Χαλδαίων, όπου και αν
ευρίσκονται. Άρχισαν λοιπόν οι υπηρέτες του βασιλέως να φονεύουν τους
μάγους, ήλθαν δε να φονεύσουν καί τον Προφήτη Δανιήλ και τους Τρεις
Παίδας, ως όντας και αυτούς από το τάγμα των σοφών. Τότε επήγε ο Δανιήλ
και ευρίσκει τον σωματοφύλακα του βασιλέως, Αριώχ ονόματι, και πίπτει
στους πόδας του λέγων:
«Παρακαλώ σε, δεήσου προς τον βασιλέα να
υπομείνει αυτήν την νύκτα, καί εάν δεν βρω εγώ το όραμα του καί την
ερμηνεία του, ας κάμει ό,τι ορίσει».