Η ζωντανή παρουσία της Παναγίας
Τα Χριστούγεννα ο Βαλέριος ήταν
αρκετά ζωογονημένος. Τη νύχτα εκείνη των αγγελικών ψαλμωδιών συνέθετε
τα θαυμάσια κάλαντα των κρατουμένων του Τίργου Όκνα.
Στο διπλανό κρεβάτι ξεψύχησε ο
αρχιμανδρίτης Γ. Είχε έλθει σε σοβαρή κατάσταση από το Κανάλι του
Δούναβη και ήταν ένας από τους στύλους της αντίστασης. Τη νύχτα της
Γεννήσεως του Ιησού ο αρχιμανδρίτης πέρασε στον ουρανό. Έφυγε με
ακλόνητη την πίστη του. Επειδή δεν είχε καλά ρούχα, διότι τα δικά του
ήταν βρεγμένα από τον ιδρώτα, ο Βαλέριος πρόσφερε τα δικά του και
κράτησε για τον εαυτό του τα ρούχα του ιερέα.
-Αυτά είναι τα μοναστικά μου άμφια! Είπε συγκινημένος. Με αυτά να με κηδέψετε!
Εκείνη τη νύχτα των
Χριστουγέννων δε θα την ξεχάσω ποτέ. Τριγυρνούσα συνεχώς από τον ένα
ασθενή στον άλλο, παίρνοντάς τους το σφυγμό και κοιτώντας τους. Κάθε
τόσο κοίταζα και τον Βαλέριο. Ήταν χαρούμενος, μακάριος μέσα του, με τα
βλέφαρα
κλειστά, με το κεφάλι κατεβασμένο στο στήθος.
Μόλις τελείωσα τη διακονία μου,
αισθάνθηκα ότι με καλεί με τη ματιά του. Με παρακαλεί να πάω κοντά του.
Με κοιτούσε με ένα βάθος που ποτέ μέχρι τη στιγμή εκείνη δεν τον είχα
αισθανθεί. Έκανε το σταυρό του. Μετά πήρε το χέρι μου. Ένα βαθύ ρίγος
με διεπέρασε. Ο Βαλέριος ήταν πολύ
συγκεντρωμένος,
κάτι παράξενο γι' αυτόν διότι με την προχωρημένη πνευματική του
κατάσταση μπορούσε να παραμείνει χαλαρός μέχρι και στις πιο οδυνηρές
φάσεις, που έπρεπε όλοι εμείς να περάσουμε. Ένιωσα ότι θέλει να μου πει
κάτι.
-Ιωάννη, εσύ είσαι ο καλύτερός
μου φίλος, μου είπε. Αλλά τώρα δεν έρχομαι σαν φίλος σε σένα. Έρχομαι
να σου ζητήσω μια συμβουλή, να σου κάνω υπακοή. Θέλεις να με ακούσεις;
-Σε ακούω, απάντησα, αλλά δεν ξέρω αν είμαι άξιος για την εμπιστοσύνη σου σε μένα.