Ἐκκλησιαστική συνέπεια
Στό κείμενο μέ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν
Χριστιανικόν κόσμον», πού τέθηκε στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης γιά συζήτηση καί
ψήφιση, γινόταν λόγος γιά τίς ἄλλες ἐκτός ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
«Χριστιανικές Ἐκκλησίες καί Ὁμολογίες».
Κατά τήν συζήτηση προτάθηκε ἀπό τρεῖς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀντί νά γραφῆ
«Χριστιανικές Ἐκκλησίες καί Ὁμολογίες» νά γραφῆ «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες»,
«ἑτερόδοξες Κοινότητες», «Χριστιανικές Κοινότητες». Τελικά ἀποφασίσθηκε
νά χρησιμοποιηθῆ ὁ ὅρος «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες καί Ὁμολογίες», καί νά
προσδιορισθοῦν ἔτσι «μέ τήν ἱστορική τους ὀνομασία».
Ἑπομένως, τό τελικό κείμενο κάνει λόγο γιά «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες καί
Ὁμολογίες». Προφανῶς ὡς «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» χαρακτηρίζονται οἱ
λεγόμενες Ἀνατολικές «Ἐκκλησίες», δηλαδή οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι ἤ
Μονοφυσίτες, καί οἱ Νεστοριανοί, τῶν ὁποίων οἱ θεολογικές ἀπόψεις
καταδικάστηκαν ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους Δ', Ε' καί ΣΤ', καθώς
ἐπίσης καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, τῶν ὁποίων οἱ ἀπόψεις γιά τό filioque καί
γιά τό actus purus καταδικάσθηκαν ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδου Η' καί
Θ', ἐνῶ ὡς «Ὁμολογίες» χαρακτηρίζονται οἱ Προτεσταντικές ὁμάδες καί οἱ
Ἀγγλικανοί.
Ὁ ὅρος ἑτερόδοξος σαφῶς ἐννοεῖται ὡς διαφορετικός ἀπό τό ὀρθόδοξος καί
συνεπῶς αἱρετικός. Οἱ ὅποιες προσπάθειες πού καταβάλλονται ἀπό νεώτερους
θεολόγους νά ἀποσυνδεθοῦν οἱ ὅροι ἑτερόδοξος καί αἱρετικός, εἶναι
προφανῶς ἀστήριχτες καί ἐντάσσονται μέσα στήν σύγχρονη νοοτροπία τῆς
«δημιουργικῆς ἀσάφειας». Ὅμως μέ «δημιουργικές ἀσάφειες» δέν μπορεῖ νά
ἐκφράζεται ἡ ὀρθόδοξη θεολογία.