Εὐλάβεια εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἡ συστολή, ἡ πνευματικὴ εὐαισθησία. Ὁ εὐλαβὴς μπορεῖ νὰ σφίγγεται, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ σφίξιμο στάζει μέλι στὴν καρδιά του· δὲν τοῦ κάνει μαρτυρικὴ τὴν ζωή, ἀλλὰ τὸν εὐχαριστεῖ.
Οἱ κινήσεις του εἶναι λεπτές, προσεγμένες. Αἰσθάνεται ἔντονα τὴν
παρουσία τοῦ Θεοῦ, τῶν Ἀγγέλων, τῶν Ἁγίων. Νιώθει δίπλα του τὸν Φύλακα
Ἄγγελο νὰ τὸν παρακολουθῆ. Ἔχει συνέχεια στὸν νοῦ του ὅτι τὸ σῶμα του
εἶναι Ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ζῆ ἁπλά, ἁγνὰ καὶ ἁγιασμένα.
Παντοῦ
συμπεριφέρεται μὲ προσοχὴ καὶ συστολὴ καὶ νιώθει ζωντανὰ ὅλα τὰ ἱερά.
Προσέχει λ.χ. νὰ μὴν εἶναι πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη του οἱ εἰκόνες.
Δὲν βάζει ἐκεῖ ποὺ κάθεται, στὸν καναπὲ ἢ στὴν καρέκλα, τὸ Εὐαγγέλιο ἢ
ἕνα πνευματικὸ βιβλίο κ.λπ. Ἂν δῆ μιὰ εἰκόνα, σκιρτᾶ ἡ καρδιά του,
βουρκώνουν τὰ μάτια του. Ἀλλὰ καὶ μόνον τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ νὰ δῆ κάπου
γραμμένο, τὸ ἀσπάζεται καὶ αὐτὸ μὲ εὐλάβεια καὶ γλυκαίνεται ἐσωτερικὰ ἡ
ψυχή του.