Άπό τίς πρώτες μέρες τής δοκιμασίας μου στό μοναχισμό, έπεθύμησα νά φύγω στήν ήσυχία καί στήν έρημο, γιά νά άφοσιωθώ στό Θεό και στόν έαυτό μου. Αυτή μου ή πρόθεση ώρίμαζε καί δυνάμωνε όλο καί περισσότερο μέσα μου.
Περίμενα τή στιγμή πού θά καλογερέψω καί θά φύγω άμέσως γιά τό βουνό.
Γιά τό σκοπό αυτό, μάθαινα τήν προσευχή καί τήν ορθή βιοτή, από βιβλία
μά καί από μοναχούς, ιδιαίτερα δέ άπό τόν επίσκοπο Νικόλαο.
Τόν άκουγα δίχως αντίλογο, μέ όλη μου τήν επιθυμία καί όλη μου τήν
καρδιά. Όλη τήν ήμέρα τοποθετούσα πνευματικά βιβλία σέ κιβώτια, έγραφα
τίς διευθύνσεις καί τά έστελνα στό ταχυδρομείο. Τό βράδυ, στό δωμάτιό
του καί μέ τήν παρουσία του, διάβαζα ψαλμούς καί προσευχές καί υστέρα
πήγαινα νά άναπαυθώ. Εκείνος όμως συνέχιζε νά εργάζεται. Μέχρι αργά τή
νύχτα τό φως έκαιγε στό δωμάτιό του. Καί όταν τό πρωί ξυπνούσα νωρίς καί
πάλι αντίκριζα τό φως νά είναι αναμμένο καί άκουγα τά βήματα καί τόν
βήχα του.
Γιά μένα τόν αδαή ήταν ένας άνθρωπος παράξενος, απίστευτος. Κοίταζε τόν
άλλον μέ τό κεφάλι λίγο χαμηλωμένο μά τά μάτια του εισχωρούσαν βαθιά
μέσα στήν ψυχή σου. Όλοι μας ανεξαιρέτως ήμασταν βέβαιοι γιά τό ότι
εκείνος γνωρίζει τήν κάθε μας σκέψη πρίν άκόμα ακούσει τήν άπάντηση στό
όποιοδήποτε ερώτημα έθετε. ’Ήμουν καθημερινά μαζί του καί γνώριζα καλά
πώς εκείνος, μέσα από τό δωμάτιό του, ξέρει στ’ αλήθεια τό τί συμβαίνει
στό μοναστήρι, στή πόλη άλλά καί πιό πέρα ακόμη.