π. Φιλόθεος Ζερβάκος
Κατά τό έτος 1924, είς τήν αρχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, καθήμενος είς
τό κελλίον μου καί μελετών, άκουσα γοερές κραυγές. Σκύβοντας από τό
παράθυρό μου, είδα στό προαύλιο της Μονής ένα νέο φορτωμένο επάνω σ΄ ένα
γαϊδουράκι.
Τόν βάσταζαν δύο άνθρωποι, οι οποίοι αφού τόν κατέβασαν από τό υποζύγιο,
κρατώντας τον από τά χέρια τόν οδήγησαν πρός τόν Iερόν Nαόν τής Μονής.
Κατέβηκα κι΄ εγώ στήν εκκλησία, γιά νά πληροφορηθώ τί συμβαίνει.
Είδα τό παιδί αυτό, πεσμένο στήν πόρτα τού ναού, εντελώς παραμορφωμένο
στό πρόσωπο. Όλο του τό σώμα, χέρια πόδια, στόμα, μύτη, είχαν
στρεβλωθεί, σέ μία αλλόκοτη, τερατώδη, καί δαιμονική έκφραση. Είδα ότι
ήταν καί τυφλός…Αυτοί πού τόν συνόδευαν μπήκαν μέσα καί προσκύνησαν τίς
εικόνες. Ήταν, όπως έμαθα, ό πατέρας του καί ένας εξάδελφός του. Ξαφνικά
βλέπω αυτόν τόν νεαρό, νά σέρνεται σάν φίδι μέσα στήν Εκκλησία, καί
αφού έφθασε στήν μέση γονατιστός, στάθηκε μπροστά στίς άγιες εικόνες καί
άρχισε νά βλαστημάει τόν Χριστό… Τόν πλησίασα αγανακτισμένος γιά τήν
ασέβειά του καί χαστουκίζοντάς τον δυνατά, τού είπα:
«Ασεβέστατε! Καί μέσα στήν εκκλησία τολμάς νά βλαστημάς τόν Θεό;»
Μαζεύτηκε, καί είπε, «Κύριε ελέησον! « Ρώτησα τόν πατέρα του πώς τό
έπαθε, καί μού είπε, ότι o Γιώργος από μικρό παιδί βλαστημούσε… » Χθές
τό πρωϊ, μού είπε, τού φύγανε τά πρόβατα καί μπήκαν σέ ένα χωράφι
σπαρμένο. Πήγε νά τά μαζέψει βλαστημώντας τουλάχιστον 10-15 φορές τήν
Παναγία. Ενώ πλησίαζε στό χωράφι βλασφημώντας συνέχεια, έπεσε κάτω,
τυφλώθηκε, καί μεταμορφώθηκε ή όψι του σε αυτή τήν τερατώδη κατάσταση.
Τόν φέραμε στή Μονή, είπε, νά τού κάνετε αγιασμό, παρακλήσεις, καί ότι
άλλο χρειάζεται…»