Α Κορ. 9,2 εἰ ἄλλοις οὐκ
εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμι·
ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς
ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ.
Α Κορ. 9,2 Εάν, έστω, δι' άλλους ανθρώπους δεν είμαι Απόστολος,
αλλά δια σας οπωσδήποτε είμαι. Μαρτυρία και απόδειξις και επίσημος σφραγίς του
αποστολικού μου αξιώματος και έργου είσθε σεις με την χάριν του Κυρίου.
Α Κορ. 9,3 ἡ ἐμὴ ἀπολογία
τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί.
Α Κορ. 9,3 Η απολογία μου εις εκείνους, οι οποίοι μου κάνουν
ανάκρισιν και ερευνούν με καχυποψίαν να μάθουν, αν είμαι Απόστολος, είναι αυτή
ακριβώς, το έργον που έχω κάμει εις σας.
Α Κορ. 9,4 Μὴ οὐκ ἔχομεν
ἐξουσίαν φαγεῖν καὶ πιεῖν;
Α Κορ. 9,4 Και, λοιπόν, μήπως εγώ και οι συνεργάται μου δεν
έχομεν δικαίωμα να φάγωμεν και να πίωμεν αυτά που μας προσφέρουν οι μαθηταί μας
δια την διατροφήν μας;
Α Κορ. 9,5 μὴ οὐκ ἔχομεν
ἐξουσίαν ἀδελφὴν γυναῖκα περιάγειν, ὡς καὶ
οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ
Κυρίου καὶ Κηφᾶς;
Α Κορ. 9,5 Μηπως δεν έχομεν και ημείς δικαίωμα να έχωμεν μαζή
μας ανά τας διαφόρους περιοδείας μας Χριστιανήν αδελφήν, δια να μας υπηρετή, (όπως
και οι άλλοι Απόστολοι και οι λεγόμενοι αδελφοί του Κυρίου και ο Κηφάς;
Α Κορ. 9,6 ἢ μόνος ἐγὼ
καὶ Βαρνάβας οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν τοῦ μὴ ἐργάζεσθαι;
Α Κορ. 9,6 Η μόνος εγώ και ο Βαρνάβας δεν έχομεν δικαίωμα να
εργαζώμεθα βιοποριστικόν έργον, (όπως και οι άλλοι Απόστολοι) και να ζώμεν από
τα βοηθήματα, που με αγάπην θα μας προσφέρουν οι μαθηταί μας;
Α Κορ. 9,7 τίς στρατεύεται ἰδίοις
ὀψωνίοις ποτέ; τίς φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ ἐκ τοῦ
καρποῦ αὐτοῦ οὐκ ἐσθίει; ἢ τίς ποιμαίνει
ποίμνην καὶ ἐκ τοῦ γάλακτος τῆς ποίμνης οὐκ ἐσθίει;
Α Κορ. 9,7 Σας ερωτώ· ποιός ποτέ στρατιώτης παίρνει μέρος εις
μίαν εκστρατείαν, εις ένα πόλεμον και πληρώνει ο ίδιος την τροφήν και τον
οπλισμόν του; Ποιός φυτεύει αμπέλι και από τον καρπόν αυτού δεν τρώγει; Η ποιός
βόσκει ποίμνιον και δεν τρώγει από το γάλα του ποιμνίου; ( Ημείς οι Απόστολοι
είμεθα και στρατιώται του Χριστού και εργάται του αμπελώνος του και ποιμένες
των λογικών του προβάτων. Σας ερωτώ λοιπόν· είναι λογικόν και νοητόν να μη
τρεφώμεθα από το έργον και νοητόν να μη τρεφώμεθα από το έργον μας;)
Α Κορ. 9,8 Μὴ κατὰ ἄνθρωπον
ταῦτα λαλῶ; ἢ οὐχὶ καὶ ὁ νόμος ταῦτα
λέγει;
Α Κορ. 9,8 Αλλά μήπως αυτά που σας λέγω είναι παρμένα από τας
συνηθείας των ανθρώπων μόνο; Η μήπως δεν λέγει τα ίδια και ο μωσαϊκός Νομος;
Α Κορ. 9,9 ἐν γὰρ τῷ
Μωϋσέως νόμῳ γέγραπται· οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα.
μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ;
Α Κορ. 9,9 Διότι και στον Νομον του Μωϋσέως έχει γραφή· “δεν θα
βάλης φίμωτρον και δεν θα δέσης το στόμα του βωδιού που αλωνίζει”· θα του το
αφήσης ελεύθερον να τρώγη και κάτι από τα στάχυα που αλωνίζει. Μηπως ο Θεός σαν
Νομοθέτης ενδιαφέρεται δια τα βόδια;
Α Κορ. 9,10 ἢ δι᾿ ἡμᾶς
πάντως λέγει; δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη, ὅτι ἐπ᾿
ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν ἀροτριᾶν,
καὶ ὁ ἀλοῶν τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ
μετέχειν ἐπ᾿ ἐλπίδι.
Α Κορ. 9,10 Η δεν είναι λογικώτερον να πιστεύσωμεν, μήπως δι' ημάς
πάντως δίδη αυτήν την εντολήν; Ναι δι' ημάς το λέγει. Διότι δι' ημάς τους
πνευματικούς εργάτας έχει γραφή στον Νομον ότι ο γεωργός με την ελπίδα ότι θα
απολαύση και ο ίδιος από την εσοδείαν, οφείλει να οργώνη και να καλλιεργή. Και
εκείνος που γεμάτος ελπίδα αλωνίζει οφείλει να μετέχη εις την ελπίδα, ότι θα
απολαύση τους καρπούς των κόπων του.
Α Κορ. 9,11 Εἰ ἡμεῖς
ὑμῖν τὰ πνευματικὰ ἐσπείραμεν, μέγα εἰ ἡμεῖς
ὑμῶν τὰ σαρκικὰ θερίσομεν;
Α Κορ. 9,11 Λοιπόν και ημείς οι πνευματικοί εργάται, εάν
εσπείραμεν εις σας τον σπόρον της θείας αληθείας και σας μετεδώσαμεν τας
πνευματικάς δωρεάς του Θεού, είναι μεγάλο και παράδοξον πράγμα, εάν και ημείς
θερίσωμεν και πάρωμεν προς συντήρησιν μας μερικά από τα υλικά αγαθά σας;
Α Κορ. 9,12 εἰ ἄλλοι τῆς
ἐξουσίας ὑμῶν μετέχουσιν, οὐ μᾶλλον ἡμεῖς;
ἀλλ᾿ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ,
ἀλλὰ πάντα στέγομεν, ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν
τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ.
Α Κορ. 9,12 Εάν άλλοι έχουν απέναντί σας αυτό το δικαίωμα, να
τρέφωνται δηλαδή από σας, δεν πρέπει πολύ περισσότερον να το έχωμεν ημείς;
(Ποίος από σας και ποίος λογικός άνθρωπος θα πη όχι;). Και εν τούτοις ημείς δεν
εκάμαμεν χρήσιν αυτών των δικαιωμάτων μας, αλλ' υποφέρομεν αντιθέτως τα πάντα
και πείναν και δίψαν και γυμνότητα, δια να μη δώσωμεν ουδέ την παραμικροτέραν
δυσκολίαν, ούτε το παραμικρότερον εμπόδιον εις την απρόσκοπον διάδοσιν του
Ευαγγελίου του Χριστού.
Ματθ. 18,23 Διὰ τοῦτο ὡμοιώθη
ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ,
ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ.
Ματθ. 18,23 Το καθήκον να συγχωρούμεν αυτούς που μας έφταιξαν είναι
απεριόριστον. Δι' αυτό και η βασιλεία των ουρανών έχει παρομοιωθή με ένα
βασιλέα, που ηθέλησε να λογαριασθή με τους δούλους του, στους οποίους είχεν
εμπιστευθή την διαχείρισιν των οικονομικών του.
Ματθ. 18,24 ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ
συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων
ταλάντων.
Ματθ. 18,24 Εκεί δε που ήρχισε να εξετάζη τους λογαριασμούς, του
έφεραν βιαίως έναν, που του χρεωστούσε το τεράστιον πόσον των δέκα χιλιάδων
ταλάντων.
Ματθ. 18,25 μὴ ἔχοντος δὲ
αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ
κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ
καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι.
Ματθ. 18,25 Επειδή δε δεν είχε να επιστρέψη όσα χρεωστούσε, διέταξε
ο κύριός του να πωληθή ως δούλος αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του και
όλα όσα είχε, δια να εξοφληθή έτσι έστω και μέρος από το χρέος.
Ματθ. 18,26 πεσὼν οὖν ὁ
δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε, μακροθύμησον ἐπ᾿
ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω.
Ματθ. 18,26 Επεσε τότε κατά γης ο δούλος εκείνος, τον επροσκυνούσε
και έλεγε· “Κυριε, δείξε επιείκειαν και μακροθυμίαν εις εμέ και όλα όσα σου
χρεωστώ, θα σου τα πληρώσω”.
Ματθ. 18,27 σπλαγχνισθεὶς δὲ
ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν
καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ.
Ματθ. 18,27 Εφάνη δε σπλαγχνικός ο Κυριος του δούλου εκείνου, τον
αφήκεν ελεύθερον και του εχάρισεν όλον το χρέος.
Ματθ. 18,28 ἐξελθὼν δὲ
ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν
συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν
δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος
μοι εἴ τι ὀφείλεις.
Ματθ. 18,28 Αλλ' εκείνος ο δούλος όταν εβγήκεν έξω, ευρήκε ένα από
τους συνδούλους του, ο όποιος του χρεωστούσε το μηδαμινόν ποσόν των εκατό
δηναρίων. Αμέσως τον επιασε και τον επίεζε κατά τον πλέον σκληρόν τρόπον λέγων·
Πλήρωσέ μου ο,τι μου χρεωστάς.
Ματθ. 18,29 πεσὼν οὖν ὁ
σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ
παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ
καὶ ἀποδώσω σοι·
Ματθ. 18,29 Επεσε τότε ο σύνδουλος εκείνος εις τα πόδια αυτού και
τον παρακαλούσε λέγων· Δείξε σε μένα επιείκειαν και μακριθυμίαν και θα σου
επιστρέψω τα οφειλόμενα.
Ματθ. 18,30 ὁ δὲ οὐκ
ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν
εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον.
Ματθ. 18,30 Αυτός δε δεν ήθελε να ακούση τίποτε, αλλά επήγε και τον
κατήγγειλε εις τας αρχάς και τον έβαλε εις την φυλακήν, έως ότου πληρώση το
χρέος του.
Ματθ. 18,31 ἰδόντες δὲ οἱ
σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ
ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ
γενόμενα.
Ματθ. 18,31 Οι άλλοι σύνδουλοί του, όταν είδαν αυτά που έγιναν,
ελυπήθηκαν πάρα πολύ και ελθόντες στον κύριόν των του διηγήθηκαν με ακρίβειαν
όλα τα γεγονότα.
Ματθ. 18,32 τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν
ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε
πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά
σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με.
Ματθ. 18,32—Τοτε εκάλεσε αυτόν ο
κύριός του και του είπε· Δούλε πονηρέ, όλο το τεράστιον εκείνο χρέος σου το
εχάρισα, διότι με παρεκάλεσες.
Ματθ. 18,33 οὐκ ἔδει καὶ
σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ
σε ἠλέησα;
Ματθ. 18,33 Δεν έπρεπε και συ να λυπηθής και να ελεήσης τον σύνδουλό
σου, όπως εγώ ο Κυριος σου σε ελυπήθηκα και σε ελέησα;
Ματθ. 18,34 καὶ ὀργισθεὶς
ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς
βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον
αὐτῷ.
Ματθ. 18,34 Και οργισθείς ο κύριός του τον έβαλε εις την φυλακήν και
τον παρέδωκε στους βασανιστάς, δια να τον βασανίζουν, μέχρις ότου εξοφλήση όλον
το χρέος του.
Ματθ. 18,35 Οὕτω καὶ ὁ
πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ
ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ
τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.
Ματθ. 18,35 Ετσι και ο Πατήρ μου ο επουράνιος θα κάμη εις σας εάν
δεν συγχωρήτε ο καθένας στον αδελφόν του, με όλην σας την καρδιά, τα πταίσματα,
που έχει κάμει απέναντί σας”.
http://hristospanagia3.blogspot.gr/