Την 1 Αυγούστου 1979 ο Θεός με αξίωσε να συναντήσω για δεύτερη φορά το γέροντα Παΐσιο στην καλύβη της Παναγούδας της μονής Κουτλουμουσίου. Όταν φθάσαμε έπιασε με τα άγια χέρια του το κεφάλι μου και με χάιδεψε με αγάπη.
Με κέρασε ένα λουκούμι πού ήταν τόσο υπέροχο, όσο και το περσινό.
Εκάθησε κατόπιν και συζητήσαμε τρία τέταρτα. Αφού του είπα ότι δεν ξέρω
τί μπορεί να θέλει ο Θεός από μένα, μου είπε να περιμένω και να μην
ανησυχώ.
“Ο Θεός σε έχει στον λογαριασμό του”, ετόνισε χαρακτηριστικά. “Να
διαβάζεις για διασκέδαση. Θα τελειώσεις τις σπουδές σου και σιγά-σιγά θα
τακτοποιηθούν όλα τα πράγματα”. Πράγματι μετά από τρία χρόνια ετελείωσα
τις σπουδές.
Άλλη είναι η δικαιοσύνη του Θεού και άλλη των ανθρώπων, γέροντα;
"Ναι, παιδί μου. Δικαιοσύνη των ανθρώπων είναι: Έφταιξες; Θα τιμωρηθείς.
Δικαιοσύνη του Θεού είναι: Έκανες εκατό, χίλιους φόνους;
Εάν μετανοήσεις, σώζεσαι. Τώρα τι θα γίνει μ' αυτούς πού επλήγησαν από
το φόνο; Εάν δείξουν υπομονή, θα αμειφθούν από το Θεόν. Δικαιοσύνη των
ανθρώπων είναι: Δύο άνθρωποι να μοιραστούν στη μέση την κληρονομιά.
Δικαιοσύνη του Θεού είναι: Εάν ο ένας ζητήσει τα τρία τέταρτα ή όλη την
περιουσία, ο άλλος να δεχθεί να πάρει μόνο το ένα τέταρτο ή τίποτε".
“Ο Θεός», μου είπε, «δεν στέλνει κανένα στην κόλαση. Ο Θεός εδημιούργησε
μόνο αγγέλους. Ο άνθρωπος απομακρύνεται μόνος του από τον Θεόν, όπερ
είναι κόλασις”.