Α Κορ. 6,20 ἠγοράσθητε γὰρ
τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ
σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά
ἐστι τοῦ Θεοῦ.
Α Κορ. 6,20 Διότι έχετε εξαγορασθή με πολύτιμον τίμημα, δηλαδή με
το ανεκτίμητον αίμα του Χριστού. Αποφεύγετε, λοιπόν, κάθε σαρκικήν εκτροπήν,
που μολύνει το σώμα, και δοξάσατε τον Θεόν με όλην σας την προσωπικότητα, με το
σώμα σας και με το πνεύμα σας, τα οποία είναι του Θεού.
Α Κορ. 7,1 Περὶ δὲ ὧν
ἐγράψατέ μοι, καλὸν ἀνθρώπῳ γυναικὸς μὴ ἅπτεσθαι·
Α Κορ. 7,1 Ως προς εκείνα δε που μου εγράψατε, σας λέγω ότι
καλόν είναι να μη εγγίση καθόλου ο άνθρωπος γυναίκα.
Α Κορ. 7,2 διὰ δὲ τὰς
πορνείας ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἐχέτω,
καὶ ἑκάστη τὸν ἴδιον ἄνδρα ἐχέτω.
Α Κορ. 7,2 Επειδή όμως ο άνθρωπος είναι αδύνατος και υπάρχει
φόβος να παρασυρθή εις πορνείας, ας έχη ο καθένας την γυναίκα του και καθεμία
ας έχη τον άνδρα της.
Α Κορ. 7,3 τῇ γυναικὶ ὁ
ἀνὴρ τὴν ὀφειλομένην εὔνοιαν ἀποδιδότω, ὁμοίως
δὲ καὶ ἡ γυνὴ τῷ ἀνδρί.
Α Κορ. 7,3 Εις την σύζυγόν του ο άνδρας ας αποδίδη, καθ' ο
άλλωστε καθήκον έχει, την στοργήν, την συμπάθειαν και την προστασίαν, που της
οφείλεται. Ομοίως και η γυναίκα ας αποδίδη τα αυτά στον άνδρα της.
Α Κορ. 7,4 ἡ γυνὴ τοῦ
ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλ᾿ ὁ ἀνήρ·
ὁμοίως δὲ καὶ ὁ ἀνὴρ τοῦ ἰδίου
σώματος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλ᾿ ἡ γυνή.
Α Κορ. 7,4 Η γυναίκα δεν εξουσιάζει το σώμα της, αλλά, σύμφωνα
με τον νόμον του Θεού και έντος του νόμου του Θεού, το εξουσιάζει ο ανήρ·
ομοίως και ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμα του, αλλά το εξουσιάζει η σύζυγός
του.
Α Κορ. 7,5 μὴ ἀποστερεῖτε
ἀλλήλους, εἰ μή τι ἂν ἐκ συμφώνου πρὸς καιρόν, ἵνα
σχολάζητε τῇ νηστείᾳ καὶ τῇ προσευχῇ καὶ
πάλιν ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνέρχησθε, ἵνα μὴ
πειράζῃ ὑμᾶς ὁ σατανᾶς διὰ τὴν ἀκρασίαν
ὑμῶν.
Α Κορ. 7,5 Μη αποστερείτε δε ο ένας τον άλλον, εκτός εάν αυτό
το κάνετε κατόπιν κοινής συμφωνίας και επί ωρισμένον χρονικόν διάστημα, δια να
επιδίδεσθε απερίσπαστοι με μεγαλυτέραν προθυμίαν και αφωσίωσιν εις την νηστείαν
και την προσευχήν. Και πάλιν να επανέρχεσθε εις τας συζυγικάς σας σχέσεις, δια
να μη δίδετε αφορμήν και ευκαιρίαν, λόγω της ακρατείας σας, να σας πειράζει ο
σατανάς.
Α Κορ. 7,6 τοῦτο δὲ
λέγω κατὰ συγγνώμην, οὐ κατ᾿ ἐπιταγήν.
Α Κορ. 7,6 Αυτό που σας είπα, να μη αποστερήτε δηλαδή ο ένας τον
άλλον, το λέγω ως υποχώρησιν και συγκατάβασιν δια την πνευματικήν σας
αδυναμίαν. Δεν σας το επιβάλλω ως εντολήν.
Α Κορ. 7,7 θέλω γὰρ πάντας ἀνθρώπους
εἶναι ὡς καὶ ἐμαυτόν· ἀλλ᾿ ἕκαστος
ἴδιον χάρισμα ἔχει ἐκ Θεοῦ, ὃς μὲν οὕτως,
ὃς δὲ οὕτως.
Α Κορ. 7,7 Διότι εγώ θέλω να είναι όλοι οι άνθρωποι όπως είμαι
και εγώ, δηλαδή άγαμος και αφωσιωμένος στον Θεόν, αλλ' ο καθένας έχει από τον
Θεόν ιδικόν του ιδιαίτερον χάρισμα, άλλος μεν έχει το χάρισμα να ζη κατ' αυτόν
τον τρόπον, δηλαδή άγαμος· άλλος δε να ζη κατά διαφορετικόν τρόπον, δηλαδή
έγγαμος.
Α Κορ. 7,8 Λέγω δὲ τοῖς
ἀγάμοις καὶ ταῖς χήραις, καλὸν αὐτοῖς ἐστιν
ἐὰν μείνωσιν ὡς κἀγώ.
Α Κορ. 7,8 Λεγω δε στους αγάμους και εις τας χήρας, ότι είναι
καλόν και συμφέρον δι' αυτούς, εάν μείνουν όπως εγώ, δηλαδή άγαμοι.
Α Κορ. 7,9 εἰ δὲ οὐκ
ἐγκρατεύονται, γαμησάτωσαν· κρεῖσσον γάρ ἐστι γαμῆσαι
ἢ πυροῦσθαι.
Α Κορ. 7,9 Εάν όμως δεν αισθάνωνται την δύναμιν να εγκρατευθούν,
αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν το χάρισμα της αγαμίας, και ας προχωρήσουν εις
γάμον. Διότι είναι προτιμότερον να έλθη κανείς εις γάμον, παρά να πυρποληται
από την φλόγα της σαρκικής επιθυμίας.
Α Κορ. 7,10 τοῖς δὲ
γεγαμηκόσι παραγγέλλω, οὐκ ἐγώ, ἀλλ᾿ ὁ Κύριος,
γυναῖκα ἀπὸ ἀνδρὸς μὴ χωρισθῆναι·
Α Κορ. 7,10 Εις εκείνους δε οι οποίοι έχουν έλθει εις γάμον, δίδω
την εντολήν, όχι εγώ, αλλά ο Κυριος, η γυναίκα να μη χωρισθή από τον άνδρα της.
Α Κορ. 7,11 ἐὰν δὲ
καὶ χωρισθῇ, μενέτω ἄγαμος ἢ τῷ ἀνδρὶ
καταλλαγήτω· καὶ ἄνδρα γυναῖκα μὴ ἀφιέναι.
Α Κορ. 7,11 Εάν όμως συμβή και χωρισθή, ας μένη άγαμος η ας συμφιλιωθή
με τον άνδρα της. Αλλά και ο άνδρας να μη αφίνη την γυναίκα του.
Α Κορ. 7,12 τοῖς δὲ λοιποῖς
ἐγὼ λέγω, οὐχ ὁ Κύριος· εἴ τις ἀδελφὸς
γυναῖκα ἔχει ἄπιστον, καὶ αὐτὴ συνευδοκεῖ
οἰκεῖν μετ᾿ αὐτοῦ, μὴ ἀφιέτω αὐτήν·
Α Κορ. 7,12 Εις δε τους άλλους εγγάμους, εγώ ως απόστολος του
Κυρίου, και όχι κατ' ευθείαν ο Κυριος, λέγω· εάν κανένας αδελφός Χριστιανός έχη
γυναίκα άπιστον, που την έλαβε ως σύζυγον, πριν και αυτός πιστεύση, και αυτή
συγκατατίθεται προθύμως να κατοική μαζή του, ας μη την απομπέμπη.
Ματθ. 14,1 Ἐν ἐκείνῳ
τῷ καιρῷ ἤκουσεν Ἡρῴδης ὁ τετράρχης τὴν
ἀκοὴν Ἰησοῦ.
Ματθ. 14,1 Κατά τον καιρόν εκείνος ο Ηρώδης Αντίπας, ο τετράρχης
της Γαλιλαίας, επληροφορήθη την φήμην του Ιησού,
Ματθ. 14,2 καὶ εἶπε τοῖς
παισὶν αὐτοῦ· οὗτός ἐστιν Ἰωάννης ὁ
βαπτιστής· αὐτὸς ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν,
καὶ διὰ τοῦτο αἱ δυνάμεις ἐνεργοῦσιν ἐν
αὐτῷ.
Ματθ. 14,2 και είπεν στους ανθρώπους του περιβάλλοντός του·
“αυτός είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, τον οποίον εγώ αποκεφάλισα· αυτός ανεστήθη
εκ των νεκρών και δια τούτο ενεργούν δι' αυτού αι θαυματουργικαί δυνάμεις”.
Ματθ. 14,3 ὁ γὰρ Ἡρῴδης
κρατήσας τὸν Ἰωάννην ἔδησεν αὐτὸν καὶ ἔθετο
ἐν φυλακῇ διὰ Ἡρῳδιάδα τὴν γυναῖκα
Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ.
Ματθ. 14,3 Διότι ο Ηρώδης είχε συλλάβει τον Ιωάννην, τον έδεσε
και τον έρριψεν εις την φυλακήν εξ αιτίας της Ηρωδιάδος, με την οποίαν
παρανόμως συζούσε, διότι αυτή ήτο σύζυγος του αδελφού του Φιλίππου.
Ματθ. 14,4 ἔλεγε γὰρ αὐτῷ
ὁ Ἰωάννης· οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν αὐτήν.
Ματθ. 14,4 Επειδή έλεγεν εις αυτόν ο Ιωάννης· “δεν σου
επιτρέπεται να συζής με αυτήν”.
Ματθ. 14,5 καὶ θέλων αὐτὸν
ἀποκτεῖναι ἐφοβήθη τὸν ὄχλον, ὅτι ὡς
προφήτην αὐτὸν εἶχον.
Ματθ. 14,5 Και ενώ ήθελε να τον θανατώση, δεν τον εθανάτωνε,
διότι εφοβείτο τα πλήθη του λαού, τα οποία εθεωρούσαν τον Ιωάννην ως προφήτην.
Ματθ. 14,6 γενεσίων δὲ ἀγομένων
τοῦ Ἡρῴδου ὠρχήσατο ἡ θυγάτηρ τῆς Ἡρῳδιάδος
ἐν τῷ μέσῳ καὶ ἤρεσε τῷ Ἡρῴδη·
Ματθ. 14,6 Οταν όμως ο Ηρώδης εώρταζε τα γενέθλιά του, εχόρευσε
με τέχνην και προκλητικότητα η κόρη της Ηρωδιάδος, η Σαλώμη, ενώπιον των
προσκεκλημένων και ήρεσεν ο χορός της στον Ηρώδην.
Ματθ. 14,7 ὅθεν μεθ᾿ ὅρκου
ὡμολόγησεν αὐτῇ δοῦναι ὃ ἐὰν αἰτήσηται.
Ματθ. 14,7 Δια τούτο υπεσχέθη εις αυτήν με όρκον δημοσία, να της
δώση ο,τιδηποτε και αν του ζητήση.
Ματθ. 14,8 ἡ δέ, προβιβασθεῖσα
ὑπὸ τῆς μητρὸς αὐτῆς, δός μοι, φησίν, ὧδε
επὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ.
Ματθ. 14,8 Εκείνη δε καθοδηγηθείσα από την μητέρα της είπε· “δος
μου εδώ επάνω στο πιάτο το κεφάλι του Ιωάννου του Βαπτιστού”.
Ματθ. 14,9 καὶ ἐλυπήθη ὁ
βασιλεύς, διὰ δὲ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς
συνανακειμένους ἐκέλευσε δοθῆναι,
Ματθ. 14,9 Και εστενοχωρήθη μεν ο βασιλεύς, αλλά δια τους όρκους
και δια να μη εκτεθή στους συνδαιτημόνας ως επίορκος, διέταξε να δοθή η κεφαλή
του Ιωάννου.
Ματθ. 14,10 καὶ πέμψας ἀπεκεφάλισε
τὸν Ἰωάννην ἐν τῇ φυλακῇ.
Ματθ. 14,10 Και έστειλε δήμιον και αποκεφάλισε τον Ιωάννην εις την
φυλακήν.
Ματθ. 14,11 καὶ ἠνέχθη ἡ
κεφαλὴ αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ ἐδόθη τῷ
κορασίῳ, καὶ ἤνεγκε τῇ μητρὶ αὐτῆς.
Ματθ. 14,11 Και έφεραν την κεφαλήν αυτού επάνω εις ένα πιάτο και
την έδωσαν εις την κόρην και εκείνη την έφερεν εις την μητέρα της.
Ματθ. 14,12 καὶ προσελθόντες οἱ
μαθηταὶ αὐτοῦ ἦραν τὸ σῶμα καὶ ἔθαψαν
αὐτό, καὶ ἐλθόντες ἀπήγγειλαν τῷ Ἰησοῦ.
Ματθ. 14,12 Επήγαν κατόπιν οι μαθηταί του Ιωάννου, επήραν το σώμα
αυτού και το έθαψαν. Επειτα δε ήλθαν στον Ιησούν και ανήγγειλαν εις αυτόν το
θλιβερόν γεγονός.
Ματθ. 14,13 Ἀκούσας δὲ ὁ
Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν ἐν πλοίῳ εἰς
ἔρημον τόπον κατ᾿ ἰδίαν· καἰ ἀκούσαντες οἱ
ὄχλοι ἠκολούθησαν αὐτῷ πεζῇ ἀπὸ τῶν
πόλεων.
Ματθ. 14,13 Οταν δε ο Ιησούς ήκουσε αυτά, ανεχώρησε από εκεί με
πλοίον εις έρημον τόπον, όπου έμεινε μόνος με τους μαθητάς του. Οταν όμως
επληροφορήθησαν τα πλήθη την αναχώρησιν του Ιησού, τον ηκολούθησαν πεζή από τας
πόλεις.
http://hristospanagia3.blogspot.gr/