Ὁ Γέρων Πορφύριος πάντοτε τόνιζε στὰ παιδιά μου ὅτι ὑπάρχει ἡ αἰώνια
ζωή. Πιὸ εὔκολα, τοὺς ἔλεγε, μπορῶ νὰ σᾶς πῶ ὅτι αὔριο δὲν θὰ βγεῖ ὁ
ἥλιος, παρὰ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἡ ἄλλη ζωή. Τὸ ξέρουμε αὐτό, τὸ βλέπουμε.
Κ.Ἰ.: Ὁ Γέρων Πορφύριος εἶχε τὸ χάρισμα νὰ βλέπει καὶ ἀπὸ τὶς δύο ὄχθες.
Χ.Χ.: Ναί, πράγματι. Ἔλεγε στὰ παιδιά μου πόσο ὡραία εἶναι ἡ ἄλλη ζωὴ κι
ὅτι τὸ σῶμα μας, αὐτὸ ποὺ μπαίνει μέσα στὸν τάφο, εἶναι μὲν δικό μας,
ἀλλά, ὅπως εἶπε καὶ σ’ ἐμένα τὴν ἴδια, «τὴν ὥρα ποὺ βάζουν τὸ σῶμα μας
μέσα στὸν τάφο, αὐτὸ γίνεται ὅπως τὸ κοστούμι τοῦ ἀνθρώπου».
Κι αὐτὰ τὰ λόγια του μὲ βοήθησαν πάρα πολὺ στὶς δύσκολες ἔκεινες ὧρες τῆς κηδείας καὶ τῆς ταφῆς τοῦ συζύγου μου.
Ὁ Γέρων Πορφύριος ἀποκάλυψε στὰ παιδιά μου, ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν πάρα πολύ,
πολλὲς θεολογικὲς ἀλήθειες, χρησιμοποιώντας μόνο τὰ παραδείγματα καὶ τὰ
παραμύθια.
Κάποια στιγμὴ ὁ μεγάλος μου γυιὸς μοῦ εἶπε: «Καλά, μαμά, τὸ κατάλαβα ὅτι
ὁ μπαμπᾶς μας εἶναι καλὰ ἐκεῖ, ποὺ πῆγε. Ἀλλὰ τώρα θὰ πρέπει ἐγὼ νὰ
περιμένω ἑβδομῆντα, ὀγδόντα χρόνια, γιὰ νὰ τὸν ξαναδῶ;». Τὸ εἶπα στὸν
Γέροντα κι ἐκεῖνος μοῦ εἶπε νὰ πῶ στὸ γυιό μου νὰ ρωτήσει ἕνα ἡλικιωμένο
ἄνθρωπο πότε ἔφτασε στὰ ὀγδόντα του χρόνια καὶ ν’ ἀκούσει τὴν ἀπάντηση,
ποὺ θὰ τοῦ ἔδινε. Πράγματι ὁ γυιός μου ὑπέβαλε αὐτὴ τὴν ἐρώτηση στὸν
πατέρα μου. Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: «Παιδί μου, σὰν νά ’ταν χθές, ποὺ
πέρασαν τὰ χρόνια».
Κ.Κ: Σ’ ἐσᾶς τὴν ἴδια, κυρία Χ., τί ἔλεγε τὶς ὧρες τῆς μοναξιᾶς καὶ τοῦ
πόνου σας, ποὺ ὁ ἄνδρας σας πέθανε τόσο πρόωρα καὶ τόσο νέος;