Κάποιος νέος διηγόταν:
«Εἶμαι Πειραιώτης. Μόλις ἐπέστρεψα ἀπὸ τὸ ἀλβανικὸ μέτωπο. Κινδύνεψα.
Δίπλα μου ἀκριβῶς, ἔπεσε μία ὀβίδα. Ἄνοιξε ὁλόκληρο πηγάδι.
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ἔρχεται ἀστραπιαία ἕνας παπᾶς – ποῦ βρέθηκε; - καὶ μοῦ
δίνει μία γερὴ σπρωξιά. Μ᾿ ἔριξε στὸ χῶμα, ἀντίθετα ἀπὸ τὴν ὀβίδα.
Γλίτωσα, κυριολεκτικὰ ἀπὸ θαῦμα.
Ὅταν γύρισα στὸν Πειραιᾶ, ἄρχισα νὰ ρωτῶ γνωστοὺς παπάδες καὶ νὰ κοιτάζω
φωτογραφίες ἱερωμένων, γιὰ νὰ βρῶ τὸν παπᾶ ποὺ μ᾿ ἔσωσε.
Ἐκεῖνος, μόλις μ᾿ ἔσπρωξε, ἐξαφανίστηκε. Ταραγμένος ὅπως ἤμουν, οὔτε ποὺ μοῦ ῾κοψε νὰ τὸν ἀναζητήσω ἐκείνη τὴ στιγμή.
Ἀνάμεσα στὶς φωτογραφίες ποὺ μοῦ δείξανε, ἦταν καὶ μία του Ἁγίου Νεκταρίου.
Αὐτὸς εἶναι! Φώναξα ἀνατριχιασμένος. Γι᾿ αὐτὸ ἔρχομαι στὸ μοναστήρι. Ἤθελα κι ἐγώ, κάτι νὰ προσφέρω στὸ μοναστήρι του.