...Ὅταν γύρισα τὸ 1920 ἀπὸ τὴ Μικρασιατικὴ ὀπισθοχώρηση, ἔμαθα πὼς λίγες ἡμέρες πρίν, μιὰ φτωχιὰ γυναίκα πῆγε ξυπόλητη στὸ μοναστήρι. Μόλις τὴν εἶδε ὁ Αγιος, ἔβγαλε τὶς παντόφλες του καὶ τὶς ἔδωσε.
Ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγο, πῆγε μὰ ἄλλη φτωχιὰ ποὺ πείναγε. Λέει τότε ὁ Ἅγιος στὶς Γερόντισσες:
-Δῶστε της νὰ φάει.
- Νὰ τὸ δώσετε ἀμέσως τοὺς εἶπε... κι ἔχει ὁ Θεός!...
Τὸ πρωί, νά ῾σου ἕνας πλούσιος μὲ δυὸ γαϊδουράκια, φορτωμένα ρύζι, ζάχαρη, μακαρόνια, ἀλεύρι. Δωρεὰ στὴ μονή.