Ενας χωρικός ήρθε στό Κίεβο νά προσκυνήση και πήγε στόν μακάριο νά τον συμβουλευτή καί νά τόν ευλογήση γιά νά μπη σέ Μοναστήρι.
Ο Στάρετς Θεόφιλος τόν άκουσε καί μετά ρώτησε:
«Θέλεις να φας;».
Ο χωρικός έγνεψε με τό κεφάλι καταφατικά.
«Ορίστε φάε», κι έδωσε στό νεαρό λίγη σούπα.
Στόν
πάτο της γαβάθας υπήρχε κάτι πολύ σκληρό πού δεν μπορούσε νά το μασήση.
Ο Στάρετς ήταν πολύ περίεργος νά δη, αν ο νέος άντρας μπορούσε νά τά
καταφέρη μ’ αυτό τό «πράγμα», καί τόν παρακολουθούσε μέσα από τήν πόρτα
του κελιού του. Αλλά μιας καί η προσπάθεια ξεπερνούσε τις δυνάμεις του
νεαρού, βγήκε έξω καί του είπε:
«Καλά πρός το παρόν, άρκετά. Αρκετά. Πήγαινε στήν Ιερά Μονή Μιχαηλώφσκυ καί ζήσε εκεί».
Ο
νέος πήγε στό Μοναστήρι καί διακρίθηκε γιά τήν ταπείνωση, τήν απλότητα
καί την εξυπνάδα του καί έγινε βοηθός του κελάρη. Σύντομα όμως ξέσπασε
μιά μεγάλη δοκιμασία. Ο κελλάρης, Ιερομόναχος Μιχαήλ (από τους ιερείς
του Ορλώφ) αγανάκτησε πολύ μέ τον ταπεινό βοηθό του καί ζητούσε νά τον
διώξη από τό Μοναστήρι.