Πραξ. 10,44 Ἔτι λαλοῦντος
τοῦ Πέτρου τὰ ῥήματα ταῦτα ἐπέπεσε τὸ Πνεῦμα
τὸ Ἅγιον ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας τὸν
λόγον.
Πραξ. 10,44 Ενώ δε ο Πετρος συνέχιζε να λέγη τα λόγια αυτά, αίφνης
έπεσε το Πνεύμα το Αγιον εις όλους αυτούς, που ήκουαν την διδασκαλίαν.
Πραξ. 10,45 καὶ ἐξέστησαν
οἱ ἐκ περιτομῆς πιστοὶ ὅσοι συνῆλθον τῷ
Πέτρῳ, ὅτι καὶ ἐπὶ τὰ ἔθνη ἡ
δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκκέχυται·
Πραξ. 10,45 Οι εκ περιτομής Χριστιανοί, που είχαν έλθει μαζή με τον
Πετρον, όταν είδαν το γεγονός αυτό, κατελήφθησαν από θαυμασμόν, διότι και στους
εθνικούς ξεχύθηκε πλουσία η δωρεά του Αγίου Πνεύματος.
Πραξ. 10,46 ἤκουον γὰρ αὐτῶν
λαλούντων γλώσσαις καὶ μεγαλυνόντων τὸν Θεόν.
Πραξ. 10,46 Και εβεβαιώθησαν δια το γεγονός, διότι ήκουαν αυτούς να
ομιλούν ξένας γλώσσας και να δοξολογούν τον Θεόν.
Πραξ. 10,47 τότε ἀπεκρίθη ὁ
Πέτρος· μήτι τὸ ὕδωρ κωλῦσαι δύναταί τις τοῦ μὴ
βαπτισθῆναι τούτους, οἵτινες τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον
ἔλαβον καθὼς καὶ ἡμεῖς;
Πραξ. 10,47 Τοτε έλαβε τον λόγον ο Πετρος και είπε· “μήπως ημπορεί
να εμποδίση κανείς το νερό, δια να μη βαπτισθούν αυτοί, οι οποίοι, όπως και
ημείς, έλαβαν το Πνεύμα το Αγιον;”
Πραξ. 10,48 προσέταξέ τε αὐτοὺς
βαπτισθῆναι ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου. τότε ἠρώτησαν
αὐτὸν ἐπιμεῖναι ἡμέρας τινάς.
Πραξ. 10,48 Και διέταξε να βαπτισθούν αυτοί στο όνομα του Κυρίου.
Τοτε τον παρεκάλεσαν να μείνη μαζή των μερικάς ημέρας.
Πραξ. 11,1 Ἤκουσαν δὲ οἱ
ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ οἱ ὄντες κατὰ
τὴν Ἰουδαίαν ὅτι καὶ τὰ ἔθνη ἐδέξαντο
τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.
Πραξ. 11,1 Επληροφορήθησαν δε οι Απόστολοι και οι αδελφοί, που
ήσαν εις την περιοχήν της Ιουδαίας, ότι και οι εθνικοί εδέχθησαν τον λόγον του
Θεού και εβαπτίσθησαν.
Πραξ. 11,2 καὶ ὅτε ἀνέβη
Πέτρος εἰς Ἱεροσόλυμα, διεκρίνοντο πρὸς αὐτὸν οἱ
ἐκ περιτομῆς
Πραξ. 11,2 Και όταν ενέβηκε ο Πετρος εις τα Ιεροσόλυμα, οι εκ
περιτομής Χριστιανοί τον απέφευγαν
Πραξ. 11,3 λέγοντες ὅτι πρὸς
ἄνδρας ἀκροβυστίαν ἔχοντας εἰσῆλθες καὶ
συνέφαγες αὐτοῖς.
Πραξ. 11,3 και του απηύθηναν παρατηρήσεις λέγοντες ότι·
“εισήλθες στο σπίτι ανθρώπων, που δεν είχαν περιτμηθή, και έφαγες μαζή των,
χωρίς να λάβης υπ' όψιν σου τας απαγορεύσστου μωσαϊκού νόμου”.
Πραξ. 11,4 ἀρξάμενος δὲ ὁ
Πέτρος ἐξετίθετο αὐτοῖς καθεξῆς λέγων·
Πραξ. 11,4 Ηρχισε τότε ο Πετρος να εκθέτη με την σειράν τα
γεγονότα λέγων·
Πραξ. 11,5 ἐγὼ ἤμην
ἐν πόλει Ἰόππῃ προσευχόμενος, καὶ εἶδον ἐν ἐκστάσει
ὅραμα, καταβαῖνον σκεῦός τι ὡς ὀθόνην μεγάλην
τέσσαρσιν ἀρχαῖς καθιεμένην ἐκ τοῦ οὐρανοῦ,
καὶ ἦλθεν ἄχρις ἐμοῦ·
Πραξ. 11,5 “εγώ προσηυχόμην εις την Ιόππην και εις στιγμήν
εκστάσεως είδα ένα όραμα· είδα, δηλαδή, ένα σκεύος, σαν μεγάλο σινδόνι, να
κρατήται από τέσσερα άκρα και να κατεβαίνη σιγά-σιγά από τον ουρανόν, έως ότου
ήλθε εκεί, που ήμουν εγώ.
Πραξ. 11,6 εἰς ἣν ἀτενίσας
κατενόουν, καὶ εἶδον τὰ τετράποδα τῆς γῆς καὶ
τὰ θηρία καὶ τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ πετεινὰ
τοῦ οὐρανοῦ.
Πραξ. 11,6 Εις αυτό το σινδόνι, αφού εκύτταξα με προσοχήν,
αντελήφθην πολύ καλά και ολοκάθαρα είδα τα τετράποδα της γης και τα θηρία και
τα ερπετά και τα πτηνά του ουρανού.
Πραξ. 11,7 ἤκουσα δὲ φωνῆς
λεγούσης μοι· ἀναστάς, Πέτρε, θῦσον καὶ φάγε.
Πραξ. 11,7 Ηκουσα δε φωνήν, η οποία μου έλεγε· “Πετρε, σήκω,
σφάξε και φάγε”.
Πραξ. 11,8 εἶπον δέ, μηδαμῶς,
Κύριε· ὅτι πᾶν κοινὸν ἢ ἀκάθαρτον οὐδέποτε
εἰσῆλθεν εἰς τὸ στόμα μου.
Πραξ. 11,8 Εγώ δε είπα· “κατά κανένα τρόπον, Κυριε, δεν θα κάμω
εγώ αυτό· διότι ποτέ δεν εμπήκε στο στόμα μου κάτι μολυσμένον η ακάθαρτον”.
Πραξ. 11,9 ἀπεκρίθη δέ μοι φωνὴ
ἐκ δευτέρου ἐκ τοῦ οὐρανοῦ· ἃ ὁ
Θεὸς ἐκαθάρισε σὺ μὴ κοίνου.
Πραξ. 11,9 Μου απήντησε δε δια δευτέραν φοράν η φωνή εκ του
ουρανού· “αυτά, που Θεός εκαθάρισε, συ μη τα θεωρείς μολυσμένα”.
Πραξ. 11,10 τοῦτο δὲ ἐγένετο
ἐπὶ τρίς, καὶ πάλιν ἀνεσπάσθη ἅπαντα εἰς τὸν
οὐρανόν.
Πραξ. 11,10 Αυτό επανελήφθη τρεις φορές. Και πάλιν όλα ανεσύρθησαν
στον ουρανόν.
Ιω. 8,21 Εἶπεν οὖν
πάλιν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐγὼ ὑπάγω
καὶ ζητήσετέ με, καὶ ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ ὑμῶν
ἀποθανεῖσθε· ὅπου ἐγὼ ὑπάγω, ὑμεῖς
οὐ δύνασθε ἐλθεῖν.
Ιω. 8,21 Είπε, λοιπόν, πάλιν εις αυτούς ο Ιησούς· “εγώ
πηγαίνω προς τον Πατέρα μου, αφού τελειώσω το έργον μου, και θα με αναζητήσετε
ως Σωτήρα σας, όταν αι συμφοραί επιπέσουν εναντίον σας, αλλά δια την απιστίαν
σας θα αποθάνετε ζυμωμένοι με την αμαρτίαν σας. Δι' αυτό και όπου εγώ πηγαίνω,
δεν ημπορείτε σεις να έλθετε”.
Ιω. 8,22 ἔλεγον οὖν
οἱ Ἰουδαῖοι· μήτι ἀποκτενεῖ ἑαυτόν, ὅτι
λέγει, ὅπου ἐγὼ ὑπάγω, ὑμεῖς οὐ
δύνασθε ἐλθεῖν;
Ιω. 8,22 Ελεγαν τότε οι Ιουδαίοι· “μήπως θανατώση μόνος
του τον ευατόν του; Διότι λέγει, ότι όπου εγώ πηγαίνω, σεις δεν ημπορείτε να
έλθετε”.
Ιω. 8,23 καὶ εἶπεν
αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐκ τῶν κάτω ἐστέ, ἐγὼ
ἐκ τῶν ἄνω εἰμί· ὑμεῖς ἐκ τοῦ
κόσμου τούτου ἐστέ, ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ
τοῦ κόσμου τούτου.
Ιω. 8,23 Και είπεν προς αυτούς· “σεις είσθε από τα κάτω,
από την γην και έχετε γήϊνα και υλικά φρονήματα και ελατήρια. Εγώ όμως είμαι εκ
των άνω, από τον ουρανόν με ουράνιον πνευματικόν πλούτον. Σεις είσθε από τον
αμαρτωλόν τούτον κόσμον, που ζη μακράν από τον Θεόν. Ενώ εγώ, καίτοι ζω τώρα
στον κόσμον, δεν προέρχομαι από τον κόσμον τούτον.
Ιω. 8,24 εἶπον οὖν
ὑμῖν ὅτι ἀποθανεῖσθε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις
ὑμῶν· ἐὰν γὰρ μὴ πιστεύσητε ὅτι ἐγώ
εἰμι, ἀποθανεῖσθε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν.
Ιω. 8,24 Δι' αυτό και σας είπα ότι θα αποθάνετε ζυμωμένοι
με τας αμαρτίας σας, διότι είσθε, και επιμένετε να είσθε, άνθρωποι του
αμαρτωλού τούτου κόσμου. Εάν δε δεν πιστεύσετε ότι εγώ είμαι ο Μεσσίας, ο
αληθινός και μοναδικός Σωτήρ, θα αποθάνετε βυθισμένοι εις τας αμαρτίας σας”.
Ιω. 8,25 ἔλεγον οὖν
αὐτῷ· σὺ τίς εἶ; καὶ εἶπεν αὐτοῖς
ὁ Ἰησοῦς· τὴν ἀρχὴν ὅτι καὶ
λαλῶ ὑμῖν.
Ιω. 8,25 Είπαν τότε προς αυτόν· “ποίος είσαι συ, που
ισχυρίζεσαι ότι χωρίς σε δεν ημπορούμεν να σωθώμεν;” Και απήντησεν εις αυτούς ο
Ιησούς· “είμαι ο,τι ευθύς εξ αρχής και συνεχώς λέγω προς σας.
Ιω. 8,26 πολλὰ ἔχω
περὶ ὑμῶν λαλεῖν καὶ κρίνειν· ἀλλ᾿
ὁ πέμψας με ἀληθής ἐστι, κἀγὼ ἃ ἤκουσα
παρ᾿ αὐτοῦ, ταῦτα λέγω εἰς τὸν κόσμον.
Ιω. 8,26 Πολλά ακόμη έχω να πω δια σας και να σας κρίνω,
δεν θα τα δεχθήτε όμως. Αλλά εκείνος που με έστειλε, είναι απολύτως αληθινός,
και εγώ όσα ήκουσα από αυτόν, αυτά ακριβώς λέγω στον κόσμον, πάντοτε δηλαδή
αληθινά και δίκαια”.
Ιω. 8,27 οὐκ ἔγνωσαν
ὅτι τὸν πατέρα αὐτοῖς ἔλεγεν.
Ιω. 8,27 Οι Ιουδαίοι όμως δεν αντελήφθησαν ότι τους έκανε
λόγον δια τον ουράνιον Πατέρα του.
Ιω. 8,28 εἶπεν οὖν
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ὅταν ὑψώσητε τὸν
υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, τότε γνώσεσθε ὅτι ἐγώ εἰμι,
καὶ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ ποιῶ οὐδέν, ἀλλὰ
καθὼς ἐδίδαξέ με ὁ πατήρ μου, ταῦτα λαλῶ.
Ιω. 8,28 Είπε τότε προς αυτούς ο Ιησούς· “όταν υψώσετε
επάνω στον σταυρόν τον υιόν του ανθρώπου, τότε θα μάθετε ότι είμαι ο Υιός του
Θεού, ο Σωτήρ του κόσμου και ότι από τον ευατόν μου εγώ δεν κάνω τίποτε
απολύτως, αλλά όπως με εδίδαξε ο Πατήρ μου, αυτά ακριβώς λέγω.
Ιω. 8,29 καὶ ὁ
πέμψας με μετ᾿ ἐμοῦ ἐστιν· οὐκ ἀφῆκέ
με μόνον ὁ πατήρ, ὅτι ἐγὼ τὰ ἀρεστὰ αὐτῷ
ποιῶ πάντοτε.
Ιω. 8,29 Και εκείνος, που με έστειλε, είναι μαζή μου. Δεν
με αφήκε ποτέ μόνον ο Πατήρ, αλλά έχει συνεχή και αδιατάρακτον επικοινωνίαν με
εμέ, διότι εγώ πράττω πάντοτε αυτά που του είναι ευάρεστα”.
Ιω. 8,30 Ταῦτα αὐτοῦ
λαλοῦντος πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν.
Ιω. 8,30 Ενώ δε εδίδασκεν αυτά ο Ιησούς, πολλοί επίστευσαν
εις αυτόν.