Κάποτε, ο όσιος Ιάκωβος επήγε στις Καρυές Αγίου Όρους μαζί με τον
μαθητή του Μαρκιανό, για να δει τους γνωστούς του και καθώς ήλθε η ώρα
της λειτουργίας εμπήκε εις την εκκλησία.
Σταθείς δε κάπου, έβλεπε προσεκτικά —με το διορατικό χάρισμα που είχε—
προς τα βημόθυρα και εθαύμαζε, ενώ ο μαθητής του τον παρακολουθούσε που
μερικές φορές υπομειδιούσε και κάτι ετραύλιζε.
Όταν ετελείωσε η Θεία Λειτουργία, ο μαθητής του με πολύ σεβασμό τον
ερώτησε να του ειπεί, τι έβλεπε εις την εκκλησία. Ο άγιος όμως, κατ’
αρχήν, ήταν επιφυλακτικός, αλλά, μετά από πολλές παρακλήσεις, εδέησε να
του διηγηθεί τα εξής:
«Καθώς, λέγει, άρχισε ο ιερέας, τέκνο μου Μαρκιανέ, να φορέσει την
ιερατική στολή για να λειτουργήσει, ήλθε μπροστά του το φως των Αγγέλων,
όπως την αυγή, πριν να ανατείλει ο ήλιος. Άμα δε άρχισε να προσκομίζει,
επήγαν οι Άγγελοι εις τούς χορούς της εκκλησίας και έστεκαν, ένα προς
ένα τάγμα, εις τα τέσσερα μέρη της εκκλησίας.