Σήμερα
ήρθε ένας κύριος πού μόλις μπήκε μέσα στο Μοναστήρι, είπα: «Αύτός ό άνθρωπος
κάτι καλό έχει μέσα στήν ψυχή του». Δέν ξέρω, μιά άλλοίωσι ήρθε μέσα στήν ψυχή
μου. Είχε ένα προσωπάκι πού έλαμπε. Πριν έρθη στο αρχονταρίκι, μιλούσα μέ λαϊκούς
γιά τήν προσευχή, τί δύναμι έχει ή προσευχή καί τί σοβαρό είναι όταν ό άνθρωπος
προσέχη στο θέμα τής ψυχής.
Όχι προσευχή νά τελειώσουμε μόνο τα κομποσχοίνια
μας -και αυτό βέβαια τό δέχεται- άλλα να νοιώσουμε τον Δεσπότη μας Χριστό, νά
Τον νοιώσουμε στην καρδιά μας, αύτή είναι πραγματική προσευχή. Καθώς λοιπόν
συζητούσαμε τί είναι ή προσευχή, ό άνθρωπος αύτός άκούγοντας προσευχή, μέσα του
αλλοιώθηκε. Τό πρόσωπό του έλαμψε περισσότερο- είδα σάν μία ακτίνα στο πρόσωπό
του, καί μου είπε: «Γερόντισσα, μπορώ νά σάς μιλήσω;». «Ευχαρίστως, νά μου
μιλήσετε», είπα. «Έγώ ήμουν δέκα χρόνων παιδάκι- ή μητέρα μου ήταν εύσεβεστάτη,
πολύ άγια γυναίκα, τέτοια άκρίβεια πού είχε στή ζωή της, σάν νά ήταν μία κατά
κόσμον μοναχή.
Καί αν δεν ζούσε στο Μοναστήρι, πολιτευόταν σάν νά ήταν μοναχή-
τόσο ευλάβεια είχε. Καί μου λέει μιά μέρα: “Παιδάκι μου, νά πάμε στον Εσπερινό,
νά πάμε στήν εκκλησία νά άνάψουμε ένα κεράκι;”. “Νά πάμε, μαννούλα”. Αφού φθάσαμε,
μόλις μπήκαμε στήν έκκλησία, σάν νά μέ τράβηξε μία δύναμι στο παγκάρι.