Ήταν κάποτε στην Παλαιστίνη ένας άνθρωπος πολύ πλούσιος. Είχε σπίτια,
αμπέλια, χωράφια και περιβόλια, είχε κοπάδια πρόβατα κι οι κασέλες του
ήταν γεμάτες χρυσά νομίσματα. Όμως όλα του τα αγαθά τα είχε αποκτήσει με αδικίες και τοκογλυφίες.
Είχε αφήσει στο δρόμο χήρες και ορφανά, είχε δανείσει σε φτωχούς με βαρύ τόκο, είχε ξεγελάσει άλλους πουλώντας τους σκάρτα
εμπορεύματα, είχε πει ψέμματα, μόνο και μόνο για να κερδίσει λεφτά.
Στην πόλη του κανένας δεν τον συμπαθούσε. και μολονότι πάσχιζε να πνίξει
τη φωνή της συνείδησής του, έρχονταν στιγμές, που οι αδικίες του τον
τάραζαν και του έκοβαν τον ύπνο. Και έφτασε μια εποχή που τίποτα πια δεν
τον ευχαριστούσε, ούτε τα εκλεκτά φαγιά, ούτε τα ακριβά ρούχα, ούτε οι
διασκεδάσεις. τα δάκρυα και οι κατάρες των ανθρώπων που είχε αδικήσει,
δεν τον άφηναν να ησυχάσει. Τον έτρωγαν οι τύψεις, τον έπνιγε η θύμηση
των ανομημάτων του. Μη ξέροντας, λοιπόν, τι να κάμει, για να δώσει τέλος
στο μαρτύριο του, αποφάσισε να ζητήσει τη συμβουλή ενός σοφού γέροντα,
που μόναζε έξω από την πόλη.