Πραξ. 2,14 Σταθεὶς δὲ
Πέτρος σὺν τοῖς ἕνδεκα ἐπῆρε τὴν φωνὴν
αὐτοῦ καὶ ἀπεφθέγξατο αὐτοῖς· ἄνδρες
Ἰουδαῖοι καὶ οἱ κατοικοῦντες Ἱερουσαλὴμ
ἅπαντες, τοῦτο ὑμῖν γνωστὸν ἔστω καὶ ἐνωτίσασθε
τὰ ῥήματά μου.
Πραξ. 2,14 Και τότε ο Πετρος μαζή με τους ένδεκα εστάθηκε, ώστε
να τον βλέπουν όλοι, ύψωσε την φωνήν αυτού και ήρχισε να ομιλή, όπως το Πνεύμα
το Αγιον τον εφώτιζε· “άνδρες Ιουδαίοι και σεις όλοι που κατοικείτε την
Ιερουσαλήμ, ας γίνη γνωστόν εις σας αυτό, που θα σας πω και ακούσατε με
προσοχήν τα λόγια μου.
Πραξ. 2,15 οὐ γάρ, ὡς ὑμεῖς
ὑπολαμβάνετε, οὗτοι μεθύουσιν· ἔστι γὰρ ὥρα
τρίτη τῆς ἡμέρας·
Πραξ. 2,15 Δεν είναι ορθόν αυτό που είπατε, διότι αυτοί οι
άνθρωποι που ομιλούν ενώπιόν σας ξένας γλώσσας, δεν είναι μεθυσμένοι, όπως σεις
νομίζετε· άλλωστε η ώρα είναι τρεις μετά την ανατολήν του ηλίου, που ως γνωστόν
και σύμφωνα με την διδασκαλίαν των ραββίνων δεν πίνουν ακόμη κρασί οι άνθρωποι.
Πραξ. 2,16 ἀλλὰ τοῦτό
ἐστι τὸ εἰρημένον διὰ τοῦ προφήτου Ἰωήλ·
Πραξ. 2,16 Αλλά αυτό, που βλέπετε, είναι εκπλήρωσις εκείνου που
ελέχθη από τον προφήτην Ιωήλ, ο οποίος και προείπε·
Πραξ. 2,17 καὶ ἔσται ἐν
ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις, λέγει ὁ Θεός, ἐκχεῶ ἀπὸ
τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, καὶ
προφητεύσουσιν οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ
θυγατέρες ὑμῶν, καὶ οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις
ὄψονται καὶ οἱ πρεσβύτεροι ὑμῶν ἐνύπνια ἐνυπνιασθήσονται·
Πραξ. 2,17 Και κατά τις τελευταίες εκείνες ημέρες, που θα
επακολουθήσουν την έλευσιν του Μεσσίου, θα χύσω-λέγει ο Θεός-από τας δωρεάς και
τα χαρίσματα του Πνεύματός μου εις κάθε άνθρωπον· και θα προφητεύσουν οι υιοί
σας και αι θυγατέρες σας· οι δε νέοι σας θα ίδουν αποκαλυπτικά οράματα και οι
γέροντές σας θα λάβουν θεία και αποκαλυπτικά όνειρα.
Πραξ. 2,18 καί γε ἐπὶ
τοὺς δούλους μου καὶ ἐπὶ τὰς δούλας μου ἐν ταῖς
ἡμέραις ἐκείναις ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ
πνεύματός μου, καὶ προφητεύσουσι.
Πραξ. 2,18 Ακόμη δε στους δούλους μου και εις τας δούλας μου θα
χορηγήσω κατά τις ημέρες εκείνες από τα χαρίσματα του Πνεύματός μου και θα
προφητεύσουν.
Πραξ. 2,19 καὶ δώσω τέρατα ἐν
τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ σημεῖα ἐπὶ τῆς
γῆς κάτω, αἷμα καὶ πῦρ καὶ ἀτμίδα καπνοῦ·
Πραξ. 2,19 Και θα δώσω θαύματα επάνω στον ουρανόν και σημεία εις
την γην κάτω, που θα μαρτυρούν την θείαν μου δύμαμιν· αιματοχυσίας και πυρκαϊάς
και σύνεφα καπνού, που θα ανεβαίνουν από τας καιομένας πόλεις σας.
Πραξ. 2,20 ὁ ἥλιος
μεταστραφήσεται εἰς σκότος καὶ ἡ σελήνη εἰς αἷμα
πρὶν ἢ ἐλθεῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν
μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ.
Πραξ. 2,20 Ο ήλιος από φωτεινός που είναι, θα αλλάξη και θα γίνη
σκοτάδι· το φεγγάρι θα φένεται σαν αίμα, πριν έλθη η ημέρα του Κυρίου η μεγάλη
και περίβλεπτος.
Πραξ. 2,21 καὶ ἔσται πᾶς
ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται.
Πραξ. 2,21 Και τότε καθένας, που με πίστιν θα επικαλεσθή το όνομα
του Κυρίου θα σωθή.
Λουκ.
24,12 ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς
ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας
βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε πρὸς
ἑαυτὸν θαυμάζων τὸ γεγονός.
Λουκ. 24,12 Ο δε Πετρος εσηκώθηκε και έτρεξεν στο μνημείον. Και
αφού έσκυψεν από την είσοδον, βλέπει τις λωρίδες από σινδόνι, με τις οποίες
είχε τυλιχθή το σώμα του Κυρίου να είναι κάτω στο μνημείον μόνες, χωρίς το σώμα
και επέστρεψεν στο σπίτι θαυμάζων το γεγονός.
Λουκ.
24,13 Καὶ ἰδοὺ
δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ
τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα
ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα Ἐμμαούς.
Λουκ. 24,13 Και ιδού, δύο από τους μαθητάς επήγαιναν αυτήν την
ημέραν εις κάποιο χωριό, που απείχε από την Ιερουσαλήμ ένδεκα περίπου
χιλιόμετρα και το οποίον ελέγετο Εμμαούς.
Λουκ.
24,14 καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν
πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων.
Λουκ. 24,14 Και αυτοί συνωμιλούσαν μεταξύ των δι' όλα αυτά τα
γεγονότα.
Λουκ.
24,15 καὶ ἐγένετο ἐν
τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν καὶ
αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς·
Λουκ. 24,15 Και ενώ αυτοί συνωμιλούσαν και συζητούσαν περί του
Ιησού, ο ίδιος ο Ιησούς τους επλησίασε και επήγαινε μαζή των.
Λουκ.
24,16 οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ
αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι
αὐτόν.
Λουκ. 24,16 Τα δε μάτια των εμποδίζοντο από κάποια υπερφυσικήν
δύναμιν, δια να μη τον αναγνωρίσουν.
Λουκ.
24,17 εἶπε δὲ πρὸς
αὐτούς· τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε
πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες καί ἐστε σκυθρωποί;
Λουκ. 24,17 Είπε δε προς αυτούς· “ποίοι είναι αυτοί οι λόγοι και
ποιά είναι τα θέματα, τα οποία καθώς περιπατείτε, συζητείτε ματαξύ σας και
είσθε σκυθρωποί;”
Λουκ.
24,18 ἀποκριθεὶς δὲ
ὁ εἷς, ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν·
σὺ μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ οὐκ
ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις
ταύταις;
Λουκ. 24,18 Απεκρίθη δε ο ένας, που ελέγετο Κλεόπας και είπε προς
αυτόν· “συ μόνος σαν προσκυνητής κατοικείς τον καιρόν αυτόν εις την Ιερουσαλήμ
και δεν έμαθες όσα έγιναν εις αυτήν κατά τας ημέρας αυτάς;”
Λουκ.
24,19 καὶ εἶπεν αὐτοῖς·
ποῖα; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· τὰ περὶ
Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ
προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον
τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ,
Λουκ. 24,19 Και είπεν εις αυτούς· “ποία;” Εκείνοι δε του είπαν· “τα
περί του Ιησού του Ναζωραίου, ο όποιος ανεδείχθη προφήτης ενώπιον του Θεού και
όλου του λαού, δυνατός εις έργα θαυμαστά και εις διδασκαλίαν πρωτάκουστον.
Λουκ.
24,20 ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν
οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν
εἰς κρῖμα θανάτου καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν.
Λουκ. 24,20 Δεν έμαθες και πως τον παρέδωκαν οι αρχιερείς και οι
άρχοντες μας εις θανατικήν καταδίκην και τον εσταύρωσαν;
Λουκ.
24,21 ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν
ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ·
ἀλλά γε σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει
σήμερον ἀφ᾿ οὗ ταῦτα ἐγένετο.
Λουκ. 24,21 Και όμως ημείς ηλπίζαμεν, ότι αυτός είναι ο Μεσσίας,
που θα ελευθέρωνε τον Ισραήλ. Αλλά μαζή με όλα αυτά, που σου είπαμε, ιδού ότι
είναι η τρίτη ημέρα σήμερα από τότε που έγιναν αυτά, και δεν είδαμε ακόμη
τίποτε, που να δικαιολογή τας ελπίδας μας.
Λουκ.
24,22 ἀλλὰ καὶ
γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς
γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον,
Λουκ. 24,22 Αλλά και κάτι άλλο συνέβη· μερικαί δηλαδή γυναίκες από
τον κύκλον μας μας εξέπληξαν, διότι επήγαν κατά τα χαράματα στο μνημείον
Λουκ.
24,23 καὶ μὴ εὑροῦσαι
τὸ σῶμα αὐτοῦ ἦλθον λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν
ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν.
Λουκ. 24,23 και επειδή δεν εύρον εκεί το σώμα του, ήρθαν και είπαν
ότι είδαν και οπτασία αγγέλων, οι οποίοι λέγουν ότι ο Ιησούς ζη.
Λουκ.
24,24 καὶ ἀπῆλθόν
τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον,
καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες
εἶπον, αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον.
Λουκ. 24,24 Επήγαν επίσης στο μνημείον και μερικοί από αυτούς, που
είναι μαζή μας, και ευρήκαν τα πράγματα, όπως τα είχαν είπει αι γυναίκες· είδαν
ανοικτόν μεν το μνημείον, όχι όμως και τον Ιησούν”.
Λουκ.
24,25 καὶ αὐτὸς εἶπε
πρὸς αὐτούς· ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ
καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν
οἱ προφῆται!
Λουκ. 24,25 Και τότε ο Ιησούς είπε προς αυτούς· “ω ανόητοι, που
έχετε βραδυκίνητη την καρδιά στο να πιστεύετε όλα όσα ελάλησαν οι προφήται.
Λουκ.
24 ,26 οὐχὶ ταῦτα ἔδει
παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς
τὴν δόξαν αὐτοῦ;
Λουκ. 24,26 Αυτά δεν έπρεπε, σύμφωνα με την βουλήν του Θεού, να πάθη
ο Χριστός και να εισέλθη κατόπιν εις την δόξαν του, η οποία και ήρχισε με την
ανάστασίν του;”
Λουκ.
24,27 καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ
Μωϋσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν προφητῶν διηρμήνευεν αὐτοῖς
ἐν πάσαις ταῖς γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ.
Λουκ. 24,27 Και αφού ήρχισε από τον Μωϋσέα και εν συνεχεία από όλους
τους προφήτας, εξηγούσε λεπτομερώς εις αυτούς όλας τας προφητείας των Γραφών,
που ανεφέρεντο εις αυτόν.
Λουκ.
24,28 Καὶ ἤγγισαν εἰς
τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο, καὶ αὐτὸς
προσεποιεῖτο ποῤῥωτέρω πορεύεσθαι·
Λουκ. 24,28 Και επλησίασαν στο χωρίον, όπου οι δύο μαθηταί επήγαιναν
και αυτός εφαίνετο ότι προχωρούσε μακρύτερα.
Λουκ.
24,29 καὶ παρεβιάσαντο αὐτὸν
λέγοντες· μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν
ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα. καὶ εἰσῆλθε
τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς.
Λουκ. 24,29 Αυτοί όμως με τις επίμονες παρακλήσεις των τον ηνάγκασαν
να μείνη, λέγοντες· “μείνε μαζή μας, διότι πλησιάζει η εσπέρα και η ημέρα έχει
προχωρήσει προς την δύσιν”. Και εμπήκε στο σπίτι να μείνη μαζή τους.
Λουκ.
24,30 καὶ ἐγένετο ἐν
τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ᾿ αὐτῶν λαβὼν
τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς.
Λουκ. 24,30 Και ενώ εξηπλώθη κοντά στο τραπέζι του φαγητού μαζή με
αυτούς, επήρε τον άρτον, τον ευλόγησε ευχαριστών τον Θεόν, όπως συνήθιζε να
κάνη προ του φαγητού, και αφού τον έκοψε εις κομμάτια, έδιδε εις αυτούς.
Λουκ.
24,31 αὐτῶν δὲ
διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν·
καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτῶν.
Λουκ. 24,31 Την στιγμήν αυτήν, όταν είδαν τον τρόπον της ευλογίας
και του τεμαχισμού του άρτου, ήνοιξαν με θείον φωτισμόν τα μάτια των και
ανεγνώρισαν αμέσως τον διδάσκαλον των. Αλλά αυτός έγινε αμέσως άφαντος από
αυτούς.
Λουκ.
24,32 καὶ εἶπον πρὸς
ἀλλήλους· οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν
ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ
ὁδῷ καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς;
Λουκ. 24,32 Και είπαν μεταξύ των· “η καρδία μας δεν εφλογίζετο έντος
ημών από θείον ενθουσιασμόν, καθώς μας ωμιλούσε στον δρόμον και μας εφανέρωνε
τα δυσκολονόητα για μας νοήματα των Γραφών;”
Λουκ.
24,33 Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ
τῇ ὥρᾳ ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ
εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν
αὐτοῖς,
Λουκ. 24,33 Και αφού εσηκώθησαν αμέσως αυτήν την ώρα, εγύρισαν εις
την Ιερουσαλήμ και ευρήκαν συγκεντρωμένους τους ένδεκα Αποστόλους και τους
άλλους, που ήσαν μαζή των.
Λουκ.
24,34 λέγοντας ὅτι ἠγέρθη
ὁ Κύριος ὄντως καὶ ὤφθη Σίμωνι.
Λουκ. 24,34 Ολοι δε έλεγαν, ότι πραγματικά αναστήθηκε ο Κυριος και
παρουσιάσθηκε στον Σιμωνα.
Λουκ.
24,35 καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο
τὰ ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς
ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.
Λουκ. 24,35 Και οι δύο αυτοί διηγούντο λεπτεμερώς όσα συνέβησαν
στον δρόμον και πως ανεγνωρίσθη από αυτούς ο Κυριος την ώραν που έκοπτε τον
άρτον.