(Ὄρθρος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τρίτης)
‘’Τόν Νυμφίον ἀδελφοί ἀγαπήσωμεν, τάς λαμπάδας ἑαυτῶν εὐτρεπίσωμεν, ἐν ἀρεταῖς ἐκλάμποντες καί πίστει όρθῇ, ἵνα ὡς αἱ φρὀνιμοι, τοῦ Κυρίου παρθένοι, ἕτοιμοι εἰσέλθωμεν, σύν αὐτῷ εἰς τούς γάμους’’.
Τό ἀναλόγιο εἶναι τό μέγα διδασκαλεῖο τῆς Πίστεώς μας. Οἱ ὑμνογράφοι
-ὅσων τά ἔργα δοκιμάστηκαν στόν χρόνο καί καταξιώθηκαν στήν
ἐκκλησιολογική καί δογματική συνείδηση τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος- ἦσαν
ἄνθρωποι θεοφώτιστοι, ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς οἱ ἀπαίδευτοι καί ἐντελῶς ἀρχάριοι στήν ζωή τήν πνευματική,
βρίσκουμε μεγάλη παρηγοριά καί ἀνάπαυση στά νοήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς
μας ὑμνολογίας.
Ὅποια ἀπορία καί νά ἔχει κανείς πάνω σέ θέματα βίου καί Πίστεως,
εἶναι βέβαιον, ὅτι θά βρεῖ ἀπαντήσεις ἀσφαλεῖς και ὑπεύθυνες μέσα στήν
θεολογία τῶν λατρευτικῶν μας ὕμνων.