Τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἱερεμίου
Γεωργαλῆ
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀγαποῦν τὴν
λησμοσύνη εἶναι στοῦ Θεοῦ τὴν θύμηση. Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐκκωφαντικά σιωποῦν, συνομιλοῦν
ἀδιάκοπα μετὰ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ὅταν μακραίνουν ἐκ τοῦ κόσμου, τοὺς ἀνθρώπους
ὠφελοῦν. Καὶ ὅταν στὶς ἐρήμους κατοικοῦν, τὰ διαβατικὰ τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν
περιπατοῦν. Στοὺς κάτω τούτους χρόνους, κατὰ τοὺς ὁποίους ἡ ὀσμὴ τῆς ἁμαρτίας
καὶ ἡ δαιμονιώδης βλασφημία ἔφθασαν στὸν
θρόνο τοῦ Θεοῦ, εὐωδία οὐράνια καὶ παρηγορία ὑπερκόσμια ξεχύνεται ἀπὸ τὸ ἡγιασμένο
ὄρος τῶν Ἀστερουσίων, τῆς ἁγιοτόκου καὶ ἡρωοτόκου Κρήτης. Τὸ ἑσπέρας τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὅταν στὶς Ἐκκλησιὲς,
τῆς ὑπ' οὐρανὸν Ὀρθοδοξίας, ὑψώνονταν ὁ Ἐσταυρωμένος
Σωτήρας Χριστός, ὑψώθηκε καὶ ἐκ τῶν προσκαίρων καὶ φθαρτῶν εἰς τὰ οὐράνια καὶ ἄφθιτα,
ὁ σπηλαιώτης ἀσκητὴς τοῦ Ἁγιοφαράγγου, παπά-Θεόδωρος. Πόσες φορὲς δὲν ἐπικαλέσθηκε
τὸν Κύριο μὲ τὸ «Μνήσθητι μου» τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ. Δεσποτικῆς φωνῆς ἀξιώθηκε
ὁ μακάριος γέρων, «Σήμερον μετ' ἐμοῦ ἔσῃ
ἐν τῷ Παραδείσῳ».