Κολ. 4,2 Τῇ προσευχῇ
προσκαρτερεῖτε, γρηγοροῦντες ἐν αὐτῇ ἐν εὐχαριστίᾳ,
Κολ. 4,2 Κυριοι και δούλοι, όλοι οι Χριστιανοί, να
επιμένετε εις την προσευχήν, να αγρυπνήτε εις αυτήν και να εκφράζετε συγχρόνως
δι' αυτής τας ευχαριστίας σας προς τον Θεόν.
Κολ. 4,3 προσευχόμενοι ἅμα
καὶ περὶ ἡμῶν, ἵνα ὁ Θεὸς ἀνοίξῃ
ἡμῖν θύραν τοῦ λόγου, λαλῆσαι τὸ μυστήριον τοῦ
Χριστοῦ, δι᾿ ὃ καὶ δέδεμαι,
Κολ. 4,3 Να προσεύχεσθε συγχρόνως και δι' ημάς, δια να
μας ανοίξη ο Θεός θύραν της ευαγγελικής διδασκαλίας, ώστε με ευκολίαν και χωρίς
εμπόδια να κηρύξωμεν το μυστήριον της σωτηρίας, που προσφέρει ο Χριστός, δια το
οποίον και είμαι τώρα δεμένος.
Κολ. 4,4 ἵνα φανερώσω αὐτὸ
ὡς δεῖ με λαλῆσαι.
Κολ. 4,4 Να βοηθήση ο Κυριος να φανερώσω καθαρά αυτό το
μυστήριον και να το προσφέρω στους ανθρώπους, όπως πρέπει.
Κολ. 4,5 Ἐν σοφίᾳ
περιπατεῖτε πρὸς τοὺς ἔξω, τὸν καιρὸν ἐξαγοραζόμενοι.
Κολ. 4,5 Να συμπεριφέρεσθε με σύνεσιν και φρόνησιν προς
τους ανθρώπους που ευρίσκονται έξω από την Εκκλησίαν του Χριστού,
εκμεταλλευόμενοι κάθε ευκαιρίαν, δια να πράττετε το αγαθόν, κερδίζοντες έτσι
τον καιρόν σας.
Κολ. 4,6 ὁ λόγος ὑμῶν
πάντοτε ἐν χάριτι, ἅλατι ἠρτυμένος, εἰδέναι πῶς
δεῖ ὑμᾶς ἑνὶ ἑκάστῳ ἀποκρίνεσθαι.
Κολ. 4,6 Τα λόγια σας ας είναι πάντοτε γεμάτα χάριν,
αρτυμένα με το άλατι της καλωσύνης και της διακρίσεως, ώστε να είναι κατά Θεόν
ευχάριστα στους ανθρώπους. Να ξέρετε δε πως πρέπει σεις να αποκρίνεσθε στον
καθένα.
Κολ. 4,7 Τὰ κατ᾿ ἐμὲ
πάντα γνωρίσει ὑμῖν Τυχικὸς ὁ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς
καὶ πιστὸς διάκονος καὶ σύνδουλος ἐν Κυρίῳ,
Κολ. 4,7 Τα κατ' εμέ θα σας τα ανακοινώση και θα σας τα
κάμη γνωστά ο Τυχικός, αγαπητός αδελφός και πιστός διάκονος και σύνδουλος στο
έργον του Κυρίου.
Κολ. 4,8 ὃν ἔπεμψα
πρὸς ὑμᾶς εἰς αὐτὸ τοῦτο, ἵνα
γνῷ τὰ περὶ ὑμῶν καὶ παρακαλέσῃ τὰς
καρδίας ὑμῶν,
Κολ. 4,8 Αυτόν άλλωστε έστειλα εις σας, προς αυτόν τον
σκοπόν, δια να μάθη τα καθ' υμάς, την πνευματικήν σας δηλαδή κατάστασιν και
παρηγορήση τας καρδίας σας.
Κολ. 4,9 σὺν Ὀνησίμῳ
τῷ πιστῷ καὶ ἀγαπητῷ ἀδελφῷ, ὅς
ἐστιν ἐξ ὑμῶν· πάντα ὑμῖν γνωριοῦσι
τὰ ᾧδε.
Κολ. 4,9 Τον έστειλα δε μαζή με τον Ονήσιμον, τον πιστόν
και αγαπητόν αδελφόν, ο οποίος είναι συμπολίτης σας, από τας Κολοσσάς. Αυτοί θα
κάμουν εις σας γνωστά όλα τα εδώ.
Λουκ.
16,1 Ἔλεγε
δὲ καὶ πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ· ἄνθρωπός
τις ἦν πλούσιος, ὃς εἶχεν οἰκονόμον, καὶ οὗτος
διεβλήθη αὐτῷ ὡς διασκορπίζων τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ
Λουκ. 16,1 Ελεγε δε προς τους μαθητάς του και άλλην παραβολήν,
δια να καταδικάση την φιλαργυρίαν, από την οποία εκυριαρχούντο οι Φαρισαίοι·
“ένας άνθρωπος, είπε, ήτο πλούσιος και είχε διαχειριστήν εις την περιουσίαν
του. Και αυτός ο διαχειριστής κατηγορήθηκε στον κύριον, ότι του διασκορπίζει
και σπαταλά την περιουσίαν του.
Λουκ.
16,2 καὶ
φωνήσας αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· τί τοῦτο ἀκούω
περὶ σοῦ; ἀπόδος τὸν λόγον τῆς οἰκονομίας σου·
οὐ γὰρ δύνῃ ἔτι οἰκονομεῖν.
Λουκ. 16,2 Και ο κύριος τον εφώναξε και του είπε· Τι είναι αυτό
που ακούω εναντίον σου; Δος μου λογαριασμόν της διαχειρίσεώς σου, διότι δεν
ημπορείς πλέον να είσαι διαχειριστής μου.
Λουκ.
16,3 εἶπε
δὲ ἐν ἑαυτῷ ὁ οἰκονόμος· τί ποιήσω, ὅτι
ὁ κύριός μου ἀφαιρεῖται τὴν οἰκονομίαν ἀπ᾿
ἐμοῦ; σκάπτειν οὐκ ἰσχύω, ἐπαιτεῖν αἰσχύνομαι·
Λουκ. 16,3 Είπε δε από μέσα του ο οικονόμος· Τι να κάμω τώρα,
που μου αφαιρεί ο κύριός μου την διαχείρισιν; Να σκάπτω δεν ημπορώ, να
ζητιανεύω εντρέπομαι.
Λουκ.
16,4 ἔγνων
τί ποιήσω, ἵνα, ὅταν μετασταθῶ ἐκ τῆς οἰκονομίας,
δέξωνταί με εἰς τοὺς οἴκους ἑαυτῶν.
Λουκ. 16,4 Ευρήκα τι θα κάμω, ώστε όταν θα με διώξουν από την
διαχείρισιν και από το σπίτι του κυρίου μου, να με δεχθούν άλλοι γνωστοί μου
άνθρωποι εις τα σπίτια των.
Λουκ.
16,5 καὶ
προσκαλεσάμενος ἕνα ἕκαστον τῶν χρεωφειλετῶν τοῦ
κυρίου ἔλεγε τῷ πρώτῳ· πόσον ὀφείλεις σὺ τῷ
κυρίῳ μου;
Λουκ. 16,5 Και αφού επροσκάλεσε καθένα από τους χρεωφειλέτας
του κυρίου του χωριστά, είπε στον πρώτον· Ποσα χρεωστάς συ στον κύριόν μου;
Λουκ.
16,6 ὁ
δὲ εἶπεν· ἑκατὸν βάτους ἐλαίου. καὶ εἶπεν
αὐτῷ· δέξαι σου τὸ γράμμα καὶ καθίσας ταχέως
γράψον πεντήκοντα.
Λουκ. 16,6 Εκείνος δε απήντησεν· Τρισήμισυ περίπου χιλιάδες κιλά
λάδι. Και του είπε ο διαχειριστής· Παρε το γραμμάτιόν σου, κάθισε και γράψε
γρήγορα ότι χρεωστάς τα μισά.
Λουκ.
16,7 ἔπειτα
ἑτέρῳ εἶπε· σὺ δὲ πόσον ὀφείλεις; ὁ
δὲ εἶπεν· ἑκατὸν κόρους σίτου. καὶ λέγει αὐτῷ·
δέξαι σου τὸ γράμμα καὶ γράψον ὀγδοήκοντα.
Λουκ. 16,7 Επειτα δε είπε εις άλλον· Συ πόσα χρεωστάς; Εκείνος
δε απήντησε· τεσσερεσήμισυ και πλέον χιλιάδες κιλά σιτάρι. Και ο διαχειριστής
του είπε· Παρε το γραμμάτιόν σου και γράψε ότι χρεωστάς τρισήμισυ χιλιάδες
κιλά.
Λουκ.
16,8 καὶ
ἐπῄνεσεν ὁ κύριος τὸν οἰκονόμον τῆς ἀδικίας,
ὅτι φρονίμως ἐποίησεν· ὅτι οἱ υἱοὶ τοῦ
αἰῶνος τούτου φρονιμότεροι ὑπὲρ τοὺς υἱοὺς
τοῦ φωτὸς εἰς τὴν γενεὰν τὴν ἑαυτῶν
εἰσι.
Λουκ. 16,8 Και ο κύριος επήνεσε τον άδικον και αναξιόπιστον
αυτόν διαχειριστήν, διότι εις την περίστασιν αυτήν ενήργησε άδικα μεν, αλλά δια
τον εαυτόν του συνετά”. Και επρόσθεσεν ο Κυριος· “οι αμαρτωλοί άνθρωποι του
κόσμου τούτου, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά των, αποδεικνύονται
εις την γενεάν των συνετώτεροι και προνοητικώτεροι από τα τέκνα του φωτός, από
εκείνους που έχουν φωτισθή από την αλήθειαν του Θεού.
Λουκ.
16,9 κἀγὼ
ὑμῖν λέγω· ποιήσατε ἑαυτοῖς φίλους ἐκ τοῦ
μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας, ἵνα, ὅταν ἐκλίπητε,
δέξωνται ὑμᾶς εἰς τὰς αἰωνίους σκηνάς.
Λουκ. 16,9 Και εγώ σας λέγω τούτο· μιμηθήτε στον τρόπον της
ενεργείας τον άδικον οικονόμον. Οσοι έχετε μεγάλας περιουσίας, αι οποίαι κατά
κανόνα αποκτώνται με αδικίας, αφού μετανοήσετε, κάμετε έργα καλά με τα χρήματα
αυτά της αδικίας, αποκτήσατε φίλους με τας αγαθοεργίας σας, ώστε οι φίλοι σας
αυτοί να σας υποδεχθούν εις την αιωνίαν ζωήν, όταν φύγετε από τον κόσμον αυτόν.
http://hristospanagia3.blogspot.gr/