Γαλ. 3,16 τῷ δὲ Ἀβραὰμ
ἐῤῥέθησαν αἱ ἐπαγγελίαι καὶ τῷ
σπέρματι αὐτοῦ· οὐ λέγει, καὶ τοῖς
σπέρμασιν, ὡς ἐπὶ πολλῶν, ἀλλ᾿ ὡς ἐφ᾿
ἑνός, καὶ τῷ σπέρματί σου, ὅς ἐστι Χριστός.
Γαλ. 3,16 Και ο Θεός είχε συνάψει διαθήκην με τον Αβραάμ,
όταν έδωκε τας υποσχέσστου “εις αυτόν και στο σπέρμα του”. Δεν είπεν ο Θεός
“και εις τα σπέρματα αυτού”, διότι τότε θα επρόκειτο περί πολλών, αλλ' ως εάν
επρόκειτο-όπως και επρόκειτο-περί ενός μόνον, είπε, “καις στο σπέρμα σου”. στον
απόγονόν σου. Αυτός δε ο ένας απόγονος είναι ο Χριστός.
Γαλ. 3,17 τοῦτο δὲ
λέγω· διαθήκην προκεκυρωμένην ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς
Χριστὸν ὁ μετὰ ἔτη τετρακόσια καὶ τριάκοντα γεγονὼς
νόμος οὐκ ἀκυροῖ, εἰς τὸ καταργῆσαι τὴν
ἐπαγγελίαν.
Γαλ. 3,17 Ιδού τώρα η σκέψις μου· Την διαθήκην αυτήν, που
είχεν επικυρωθή προηγουμένως από τον Θεόν με όρκον και ανεφέρετο στον Χριστόν,
ο Νομος, ο οποίος εδόθη έπειτα από τετρακόσια τριάντα έτη, δεν την ακυρώνει-και
ούτε ημπορεί να την ακυρώση-ώστε να καταργήση την υπόσχεσιν του Θεού.
Γαλ. 3,18 εἰ γὰρ ἐκ
νόμου ἡ κληρονομία, οὐκέτι ἐξ ἐπαγγελίας· τῷ
δὲ Ἀβραὰμ δι᾿ ἐπαγγελίας κεχάρισται ὁ Θεός.
Γαλ. 3,18 Θα το έπραττεν όμως αυτό, εάν η δικαίωσις και η
κληρονομία της αιωνίου ζωής ήτο καρπός της τηρήσεως του νόμου και όχι δωρεά από
την υπόσχεσιν του Θεού. Εις τον Αβραάμ όμως έχει χαρίσει ο Θεός αυτήν την
δωρεάν, δια της υποσχέσεως που του είχε δώσει.
Γαλ. 3,19 Τί οὖν ὁ
νόμος; τῶν παραβάσεων χάριν προσετέθη, ἄχρις οὗ ἔλθῃ
τὸ σπέρμα ᾧ ἐπήγγελται, διαταγεὶς δι᾿ ἀγγέλων
ἐν χειρὶ μεσίτου.
Γαλ. 3,19 Και λοιπόν, διατί τότε εδόθη ο Νομος; Προσετέθη ο
Νομος εις την υπόσχεσιν του Θεού, εξ αιτίας των παραβάσεών μας, δια να
συναισθανώμεθα δηλαδή την αμαρτωλότητα και ενόχην μας, να ζητούμεν δε και να
περιμένωμεν από τον Θεόν την λύτρωσίν μας, μέχρις ότου έλθη ο ευλογημένος
απόγονος του Αβραάμ, εν τω προσώπω του οποίου θα επραγματοποιούντο όλαι αι
επαγγελίαι και θα ευλογούντο όλα τα έθνη της γης. Ο δε Νομος εκοινοποιήθη με
διαταγάς δια μέσου των αγγέλων και εδόθη με το χέρι του Μωϋσέως, ως μεσίτου.
Γαλ. 3,20 ὁ δὲ
μεσίτης ἑνὸς οὐκ ἔστιν, ὁ δὲ Θεὸς εἷς
ἐστιν.
Γαλ. 3,20 Ο δε μεσίτης δεν είναι ενός μόνον προσώπου, αλλά
τουλάχιστον δύο. Το ένα δε πρόσωπον εις την περίστασιν αυτήν είναι ο Θεός, το
δε άλλο οι Εβραίοι, οι οποίοι έπρεπε να τηρήσουν κατά πάντα τον Νομον, δια να
ζήσουν δια μέσου αυτού. Τον παρέβησαν όμως και ήσαν ως εκ τούτου επικατάρατοι.
Γαλ. 3,21 ὁ οὖν νόμος
κατὰ τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ; μὴ
γένοιτο. εἰ γὰρ ἐδόθη νόμος ὁ δυνάμενος ζωοποιῆσαι,
ὄντως ἂν ἐκ νόμου ἦν ἡ δικαιοσύνη·
Γαλ. 3,21 Ο Νομος, λοιπόν, είναι εναντίον των επαγγελιών του
Θεού, αφού έκαμε τους ανθρώπους εξ αιτίας των παραβάσεών των καταραμένους; Οχι
βέβαια. Διότι εάν εδόθη τέτοιος Νομος, ο οποίος θα ηδύνατο να παρέχη αιωνίαν
ζωήν, τότε θα ημπορούσαμεν να είπωμεν, ότι η δικαίωσις του ανθρώπου θα ήτο
έργον του Νομου. Τετοιαν δικαίωσιν όμως δεν δίδει ο Νομος και άρα δεν καταργεί
ούτε και αντιτίθεται εις τας επαγγελίας του Θεού.
Γαλ. 3,22 ἀλλὰ
συνέκλεισεν ἡ γραφὴ τὰ πάντα ὑπὸ ἁμαρτίαν, ἵνα
ἡ ἐπαγγελία ἐκ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ δοθῇ
τοῖς πιστεύουσι.
Γαλ. 3,22 Αλλ' ο γραπτός Νομος έκλεισεν ολοτελώς τα πάντα υπό
την αμαρτίαν, ώστε η επαγγελία της λυτρώσεως να δοθή δια της πίστεως στον
Ιησούν Χριστόν, εις όλους δηλαδή που πιστεύουν.
Λουκ.
5,33 Οἱ δὲ εἶπον
πρὸς αὐτόν· διατί οἱ μαθηταὶ Ἰωάννου
νηστεύουσι πυκνὰ καὶ δεήσεις ποιοῦνται, ὁμοίως καὶ
οἱ τῶν Φαρισαίων, οἱ δὲ σοὶ ἐσθίουσι καὶ
πίνουσιν;
Λουκ. 5,33 —Τοτε εκείνοι απηύθηναν
άλλην ερώτησιν εις αυτόν· “διατί οι μαθηταί του Ιωάννου νηστεύουν συχνά και
προσεύχονται, όπως επίσης και οι μαθηταί των Φαρισαίων, οι δε ιδικοί σου
μαθηταί και τρώγουν και πίνουν;”
Λουκ.
5,34 ὁ δὲ εἶπε
πρὸς αὐτούς· μὴ δύνασθε τοὺς υἱοὺς τοῦ
νυμφῶνος, ἐν ᾧ ὁ νυμφίος μετ᾿ αὐτῶν ἐστι,
ποιῆσαι νηστεύειν;
Λουκ. 5,34 Αυτός δε τους είπε· “μήπως ημπορείτε να επιβάλετε
νηστείαν στους φίλους του νυμφίου, τους προσκεκλημένους στον γάμον, καθ' ον
χρόνον ο νυμφίος είναι μαζή των; (Εις την χαράν δεν νηστεύουν οι άνθρωποι. Εφ'
όσον δε εγώ ο νυμφίος της Εκκλησίας είμαι τώρα μαζή με τους μαθητάς μου δεν
είναι νοητόν να πενθούν και να νηστεύουν).
Λουκ.
5,35 ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι,
καὶ ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ
νυμφίος, τότε νηστεύσουσιν ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις.
Λουκ. 5,35 Θα έλθουν όμως ημέραι, όταν θα αποσπάσουν βιαίως εκ
μέσου αυτών τον νυμφίον και τότε κατά τας ημέρας εκείνας θα νηστεύσουν και θα
πενθήσουν”. (Εννοούσε την σταύρωσίν του, η οποία θα εγέμιζε από βαρύ πένθος και
ισχυράν θλίψιν τους μαθητάς όπως και τας άλλας θλίψεις, τας οποίας κατόπιν θα
εδοκίμαζαν αυτοί).
Λουκ.
5,36 ἔλεγε δὲ καὶ
παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς ὅτι οὐδεὶς ἐπίβλημα
ἱματίου καινοῦ ἐπιβάλλει ἐπὶ ἱμάτιον
παλαιόν· εἰ δὲ μήγε, καὶ τὸ καινὸν σχίσει καὶ
τῷ παλαιῷ οὐ συμφωνεῖ τὸ ἐπίβλημα τὸ ἀπὸ
τοῦ καινοῦ.
Λουκ. 5,36 Ελεγε δε προς αυτούς και μίαν παραβολήν, ότι “κανείς
δεν βάζει μπάλωμα καινούργιο εις ρούχο παλαιόν, εάν όμως και κάμη κάτι τέτοιο
και το καινούργιο ύφασμα θα το σχίση ανωφελώς, δια να βγάλη το μπάλωμα, αλλά
και προς το παλαιόν ένδυμα δεν θα ταιριάζη το καινούργιο μπάλωμα.
Λουκ.
5,37 καὶ οὐδεὶς
βάλλει οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς παλαιούς· εἰ δὲ
μήγε, ῥήξει ὁ οἶνος ὁ νέος τοὺς ἀσκούς, καὶ
αὐτὸς ἐκχυθήσεται καὶ οἱ ἀσκοὶ ἀπολοῦνται·
Λουκ. 5,37 Και κανένας δεν βάζει μούστον εις παλαιούς ασκούς.
Εάν όμως και το κάμη, τότε ο μούστος επάνω εις την βράσιν του θα σπάση τους
ασκούς, οπότε και αυτός θα χυθή και οι ασκοί θα χαθούν.
Λουκ.
5,38 ἀλλὰ οἶνον
νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς βλητέον, καὶ ἀμφότεροι
συντηροῦνται.
Λουκ. 5,38 Αλλά πρέπει να βάζουν τον νέον οίνον εις νέους
ασκούς. (Οι Φαρισαίοι και οι μαθηταί των είναι τα φθαρμένα ενδύματα, είναι οι
παλαιοί ασκοί, έχουν παλαιάν νοοτροπίαν και απηρχαιωμένους τρόπους λατρείας και
ζωής και δεν ημπορούν να δεχθούν την νέαν διδασκαλίαν. Οι μαθηταί μου, αγνοί,
νέοι άνθρωποι, θα την δεχθούν ευχαρίστως).
Λουκ.
5,39 καὶ οὐδεὶς
πιὼν παλαιὸν εὐθέως θέλει νέον· λέγει γάρ· ὁ
παλαιὸς χρηστότερός ἐστιν.
Λουκ. 5,39 Και κανείς, αφού πίη παλαιόν οίνον, δεν θέλει αμέσως
τον νέον. Διότι λέγει· ο παλαιός είναι καλύτερος. (Ετσι και οι συνιθισμένοι
στους απηρχαιωμένους τύπους του παλαιού Νομου, δεν ημπορούν να ευχαριστηθούν
στο νέον πνεύμα της ιδικής μου διδασκαλίας)”.
http://hristospanagia3.blogspot.gr/