Ὁ Ἅγιος Καλλίστρατος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ 49 Μαρτυρήσαντες
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καρχηδόνα. Οἱ γονεῖς του, καθὼς καὶ οἱ πρόγονοί του, ἦταν εὐσεβέστατοι χριστιανοί.
Ὅταν μεγάλωσε ὁ Καλλίστρατος, κατατάχθηκε στὸ στρατὸ σὰν νεοσύλλεκτος. Ἡ «ὁμίχλη» τῆς σαρκολατρείας ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸ στράτευμα δὲν ἐπηρέασε καθόλου τὸν Καλλίστρατο. Ἀντίθετα μάλιστα, καλλιέργησε ἀκόμα περισσότερο τὶς εὐσεβεῖς συνήθειές του. Μιὰ ἀπ’ αὐτὲς ἦταν νὰ προσεύχεται κατὰ τὴ νύκτα.
Αὐτὸ ὅταν τὸ εἶδαν οἱ συνάδελφοί του, τὸν κατήγγειλαν στὸ στρατηγὸ Περσεντῖνο (287 μ.Χ.). Αὐτὸς ἀμέσως τὸν κάλεσε, καὶ ὅταν ἄκουσε καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο ὅτι εἶναι χριστιανός, διέταξε καὶ τὸν βασάνισαν, σκληρά. Κατόπιν, ἀφοῦ τὸν ἔδεσαν μέσα σ’ ἕναν σάκο, τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα. Ἀλλὰ μὲ θαῦμα ὁ σάκος σχίστηκε, καὶ δυὸ δελφίνια ἔφεραν σῶο καὶ ἄβλαβη τὸν Καλλίστρατο, στὴν στεριά. Τότε, 49 στρατιῶτες ποὺ εἶδαν τὸ γεγονὸς πίστεψαν στὸ Χριστό, καὶ ἀφοῦ ἔτρεξαν στὸν Καλλίστρατο, τοῦ εἶπαν: «Πράγματι, εἴδαμε ὅτι ὑπάρχει στ’ ἀλήθεια καὶ εἶναι μεγάλος ὁ Θεός σου, ὁ ὁποῖος καὶ ἀπὸ τὸν βυθὸ τῆς θάλασσας ὑπερφυσικὰ σὲ ἔβγαλε. Θὰ μποροῦσε, ἄραγε, νὰ δεχθεῖ καὶ ἐμᾶς τοὺς εἰδωλολάτρες;».