Β Κορ. 12,10 διὸ εὐδοκῶ
ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν
διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν
γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι.
Β Κορ. 12,10 Δια τούτο δοκιμάζω εσωτερικήν χαράν και ευφροσύνην εις
τας ασθενείας, εις τας ύβρεις, εις τας ανάγκας, στους διωγμούς, εις τας
στενοχωρίας, τας οποίας υφίσταμαι και υπομένω δια τον Χριστόν. Διότι όταν
ευρίσκωμαι υπό το κράτος αυτών των ασθενειών, τότε με την χάριν του Θεού
γίνομαι και είμαι δυνατός.
Β Κορ. 12,11 Γέγονα ἄφρων
καυχώμενος! ὑμεῖς με ἠναγκάσατε. ἐγὼ γὰρ ὤφειλον
ὑφ᾿ ὑμῶν συνίστασθαι· οὐδὲν γὰρ ὑστέρησα
τῶν ὑπερλίαν ἀποστόλων, εἰ καὶ οὐδέν εἰμι.
Β Κορ. 12,11 Εγινα ανόητος, που έχω καυχηθή έτσι! Αλλά σεις με
αναγκάσατε. Διότι εγώ έπρεπε από σας να συσταίνωμαι, και όχι εγώ να συσταίνω
τον ευατόν μου εις σας. Επειδή, όπως και σεις ξέρετε, δεν έχω υστερήσει εις
τίποτε και δεν έχω φανή κατώτερος και από τους πλέον επισήμους μεταξύ των
Αποστόλων, αν και εγώ από τον εαυτόν μου δεν είμαι τίποτε.
Β Κορ. 12,12 τὰ μὲν σημεῖα
τοῦ ἀποστόλου κατειργάσθη ἐν ὑμῖν ἐν πάσῃ
ὑπομονῇ, ἐν σημείοις καὶ τέρασι καὶ δυνάμεσι.
Β Κορ. 12,12 Ολα τα γνωρίσματα, που αποδεικνύουν και πιστοποιούν το
αξίωμα του Αποστόλου, έχουν πραγματοποιηθή μεταξύ σας από εμέ με κάθε υπομονήν
και με θαύματα, με καταπληκτικά έργα και υπερφυσικάς δυνάμεις.
Β Κορ. 12,13 τί γάρ ἐστιν ὃ ἡττήθητε
ὑπὲρ τὰς λοιπὰς ἐκκλησίας, εἰ μὴ ὅτι
αὐτὸς ἐγὼ οὐ κατενάρκησα ὑμῶν;
χαρίσασθέ μοι τὴν ἀδικίαν ταύτην.
Β Κορ. 12,13 Διότι τι είναι εκείνο στον οποίον έχετε νικηθή και έχετε
υστερήσει απέναντι των άλλων Εκκλησιών, παρά μόνον το ότι εγώ δεν σας επεβάρυνα
με τα έξοδα της συντηρήσεώς μου; Εάν έπταισα στούτο, συγχωρήσετέ μου αυτήν την
αδικίαν.
Β Κορ. 12,14 Ἰδοὺ τρίτον ἑτοίμως
ἔχω ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς, καὶ οὐ
καταναρκήσω ὑμῶν· οὐ γὰρ ζητῶ τὰ ὑμῶν,
ἀλλὰ ὑμᾶς. οὐ γὰρ ὀφείλει τὰ
τέκνα τοῖς γονεῦσιν θησαυρίζειν, ἀλλ᾿ οἱ γονεῖς
τοῖς τέκνοις.
Β Κορ. 12,14 Ιδού, τρίτην φοράν τώραν ετοιμάζομαι να έλθω προς σας
και δεν θα σας επιβαρύνω. Διότι εγώ δεν ζητώ τα αγαθά τα ιδικά σας, αλλά ζητώ
σας τους ιδίους δια τον Χριστόν. Αλλωστε δεν οφείλουν τα τέκνα να θησαυρίζουν δια
τους γονείς, αλλ' οι γονείς να θησαυρίζουν δια τα τέκνα.
Β Κορ. 12,15 ἐγὼ δὲ ἥδιστα
δαπανήσω καὶ ἐκδαπανηθήσομαι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν
ὑμῶν, εἰ καὶ περισσοτέρως ὑμᾶς ἀγαπῶν
ἧττον ἀγαπῶμαι.
Β Κορ. 12,15 Εγώ δε, σαν πατέρας σας που είμαι, με όλη μου την ευχαρίστησιν
θα δαπανήσω για σας χρήματα, αλλά και θα δαπανηθώ ολόκληρος δια την σωτηρίαν
των ψυχών σας. Αν και-ας πω αυτό το παράπονον-ενώ εγώ σας αγαπώ περισσότερον,
σεις ολιγώτερον με αγαπάτε.
Β Κορ. 12,16 Ἔστω δέ, ἐγὼ
οὐ κατεβάρησα ὑμᾶς, ἀλλ᾿ ὑπάρχων πανοῦργος
δόλῳ ὑμᾶς ἔλαβον.
Β Κορ. 12,16 Εστω, εγώ δεν σας επεβάρυνα, αλλά, όπως λέγουν οι
συκοφάνται μου, επειδή είμαι πανούργος, σας επιασα με δολιότητα και σας έφερα
με το μέρος μου.
Β Κορ. 12,17 μή τινα ὧν ἀπέσταλκα
πρὸς ὑμᾶς, δι᾿ αὐτοῦ ἐπλεονέκτησα ὑμᾶς;
Β Κορ. 12,17 Εις Ποίον όμως σημείον έδειξα αυτήν την πανουργίαν και
δολιότητά μου; Μηπως με κανένα από εκείνους, που σας έχω στείλει, σας επήρα
πλεονεκτικώς και με απάτην χρήματα;
Β Κορ. 12,18 παρεκάλεσα Τίτον καὶ
συναπέστειλα τὸν ἀδελφόν· μήτι ἐπλεονέκτησεν ὑμᾶς
Τίτος; οὐ τῷ αὐτῷ πνεύματι περιεπατήσαμεν; οὐ τοῖς
αὐτοῖς ἴχνεσι;
Β Κορ. 12,18 Παρεκάλεσα τον Τιτον να σας επισκεφθή και μαζή με αυτόν
έστειλα και τον αδελφόν. Μηπως ο Τιτος σας εξεγέλασε και σας επήρε χρήματα; Δεν
επολιτεύθημεν όλοι απέναντι σας με το αυτό φρόνημα και με τον αυτόν τρόπον; Δεν
εβαδίσαμεν όλοι εις τα ίδια ίχνη;
Β Κορ. 12,19 Πάλιν δοκεῖτε ὅτι
ὑμῖν ἀπολογούμεθα; κατενώπιον τοῦ Θεοῦ ἐν
Χριστῷ λαλοῦμεν· τὰ δὲ πάντα, ἀγαπητοί, ὑπὲρ
τῆς ὑμῶν οἰκοδομῆς.
Β Κορ. 12,19 Μηπως πάλιν νομίζετε, ότι απολογούμεθα ενώπιόν σας; Οχι,
αλλ' ομολούμεν ενώπιον του Θεού, εν Χριστώ Ιησού. Οσα δε λέγομεν και πράττομεν,
αγαπητοί, τα κάμνουν χάριν της ιδικής σας πνευματικής προόδου.
Λουκ.
3,19 Ὁ δὲ Ἡρῴδης
ὁ τετράρχης, ἐλεγχόμενος ὑπ᾿ αὐτοῦ περὶ
Ἡρῳδιάδος τῆς γυναικὸς τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ
καὶ περὶ πάντων ὧν ἐποίησε πονηρῶν ὁ Ἡρῴδης,
Λουκ. 3,19 Ο δε Ηρώδης ο τετράρχης, επειδή ηλέγχετο από τον
Ιωάννην, διότι συζούσε παρανόμως με την Ηρωδιάδα, την γυναίκα του αδελφού του,
όπως και δι' όλα τα πονηρά έργα, που είχε κάμει,
Λουκ.
3,20 προσέθηκε καὶ τοῦτο
ἐπὶ πᾶσι καὶ κατέκλεισε τὸν Ἰωάννην ἐν
τῇ φυλακῇ.
Λουκ. 3,20 επρόσθεσε και τούτο το έγκλημα εις όλα όσα είχε
διαπράξει και έκλεισε τον Ιωάννην εις την φυλακήν (δια να θέση τέρμα στους
δικαίους ελέγχους του).
Λουκ.
3,21 Ἐγένετο δὲ ἐν
τῷ βαπτισθῆναι ἅπαντα τὸν λαὸν καὶ Ἰησοῦ
βαπτισθέντος καὶ προσευχομένου ἀνεῳχθῆναι τὸν οὐρανὸν
Λουκ. 3,21 Πριν όμως φυλακισθή ο Ιωάννης και αφού εβαπτίσθη
όλος ο λαός, που είχεν έλθει στον Ιορδάνην, και όταν ο Ιησούς εβαπτίσθη και
προσηύχετο, ηνοίχθη ο ουρανός
Λουκ.
3,22 καὶ καταβῆναι τὸ
Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σωματικῷ εἴδει ὡσεὶ
περιστερὰν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ φωνὴν ἐξ οὐρανοῦ
γενέσθαι λέγουσαν· σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός,
ἐν σοὶ εὐδόκησα.
Λουκ. 3,22 και κατέβηκε το Πνεύμα το Αγιον με μορφήν εξωτερικήν
και σωματικήν που εμοιαζε προς περιστεράν και ήλθε φωνή από τον ουρανόν, που
έλεγε· “συ είσαι ο υιός μου ο αγαπητός, εις σε έχω ευαρεστηθή, διότι και ως
άνθρωπος ετήρησες όλα όσα είναι αρεστά εις εμέ”.
http://hristospanagia3.blogspot.gr/