– Γέροντα, δὲν ἔχω μεγάλη πίστη καὶ νιώθω ἀδύναμη.
– Ξέρεις τί νὰ κάνης; Νὰ κρεμασθῆς ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως κρεμιέται τὸ
παιδάκι ἀπὸ τὸν λαιμὸ τοῦ πατέρα του, καὶ νὰ Τὸν σφίξης ἔτσι ποὺ νὰ μὴν
μπορῆ νὰ σὲ ἀπομακρύνη ἀπὸ κοντά Του. Τότε θὰ νιώσης σιγουριὰ καὶ
δύναμη.
– Νιώθω, Γέροντα, τὴν ἀνάγκη νὰ ἀκουμπήσω στὸν Θεό, ἀλλὰ δυσκολεύομαι.
– Νὰ σηκώνης τὰ χέρια σου ψηλά· ἔτσι σιγά-σιγὰ θὰ μεγαλώσουν καὶ θὰ πιασθῆς ἀπὸ τὸν Θεό.
– Γέροντα, ὅταν δὲν ἔχω πολὺ χρόνο καὶ βιάζωμαι στὴν προσευχή, μήπως κλέβω τὸν χρόνο ποὺ πρέπει νὰ δώσω στὸν Χριστό;
– Ὁ Χριστὸς ἔχει πολλά· ὅσα καὶ νὰ κλέψης, δὲν ἔχει ἀνάγκη· ἐσὺ ὅμως δὲν
βοηθιέσαι. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν προσευχή μας, ἀλλὰ ἐμεῖς
ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν βοήθειά Του.