Στά χρόνια τῆς κατοχῆς 1941-42, πέρασαν τρεῖς-τέσσερις πεινασμένοι συνάνθρωποί μας, σχεδόν γυμνοί, ἀπό τήν γειτονιά μας, ζητῶντας βοήθεια.
Οἱ περισσότεροι ἐκείνη τήν ἐποχή δέν εἶχαν οὔτε τό ψωμί τῆς ἡμέρας κι ἔτσι οἱ ἄνθρωποι πέθαιναν της πείνας, ἀκόμα καί στούς δρόμους.
Μικροί μεγάλοι, ὅταν πεινοῦσαν, ἀνακάτευαν τά σκουπίδια καί ὅ,τι ἔβρισκαν τά ἔτρωγαν.
Ἕνας γείτονας φιλότιμος καί ἐλεήμων, ὅταν τούς εἶδε σ’ αὐτήν τήν κατάσταση, τούς λυπήθηκε καί πῆρε ὅ,τι εἶχε μέσα τό κρεμαστό «φανάρι» μέ τή σίτα καί τούς τά ἔδωσε.
Ἄκουσε ὅμως ἀπό τή γυναίκα του γκρίνιες, φωνές… μᾶλλον δικαιολογημένες.
Καί τί θά φᾶμε ἐμεῖς; Τό βράδυ τά παιδιά θά μείνουν νηστικά, τό ἄδειασες ὅλο…
Γυναίκα, λέει, ἐμεῖς δέν ἔχουμε, ἀλλά ἔχει ὁ Θεός.