Χ.Μ.Π.: Κάποια φορὰ εἶχα πάρει μὲ τὸ αὐτοκίνητό μου στὸ Γέροντα
Πορφύριο ἕνα Ἁγιορείτη μοναχό, πολὺ πνευματικὸ ἀσκητή. Ἡ συνομιλία τους,
στὴν ὁποία ἤμουν κι ἐγὼ παρών, περιεστράφη γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τῆς προσευχῆς.
Ὁ μοναχὸς ρώτησε τὸ Γέροντα Πορφύριο πῶς πρέπει νὰ προσευχόμαστε. Ὁ
Γέροντας ρώτησε μὲ τὴ σειρά του τὸ μοναχὸ πῶς προσεύχεται ἐκεῖνος. Ὁ
μοναχὸς τοῦ ἀπάντησε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν
ἁμαρτωλό». Ρώτησε κι ἐμένα πῶς προσεύχομαι. «Τὸ ἴδιο κι ἐγώ», τοῦ
ἀπάντησα. Μᾶς εἶπε τότε ὁ Γέροντας:
— Ἐγὼ ὅταν προσεύχομαι καὶ λέω αὐτά, ποὺ λέτε κι ἐσεῖς, τοὺς δίνω
περισσότερο χρῶμα. Λέω μία-μία λέξη, ἀργά-ἀργὰ καὶ τονίζω περισσότερο τὸ
«ἐλέησόν με». Γιατί; Διότι καὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνα πρόσωπο. Κι ὅταν
συνομιλεῖς μαζί του, ὀφείλεις νὰ γνωρίζεις ὅτι δὲν μιλᾶς στὰ σύννεφα
οὔτε σὲ μία ἀφηρημένη ἔννοια ἢ κατάσταση. Ὁμιλεῖς στὸ Χριστό, ὁ ὁποῖος
σ’ ἀκούει.
Καὶ συνέχισε: