Πρωτ.
Στεφάνου
Ἀναγνωστόπουλου
Κάποιος
ἱερεύς, στήν πρώτη πενταετία τῆς
ἱερατικῆς του διακονίας εἶχε ἕνα
ἀπροσδόκητο οὐράνιο βίωμα, πού δέν
ἐπανελήφθη ἀπό τότε.
Ἕνα
βράδυ, πού δύο ἀπό τά παιδιά του ἦσαν
πολύ ἀνήσυχα λόγῳ ἀσθενείας, πῆγε
στόν ναό πού ἐφημέρευε νά κάμη τίς
βραδινές του ἀκολουθίες καί τόν μικρό
του κανόνα μέ τό κομποσχοινάκι.
Εἰσῆλθε
στόν ναό, πού ἦταν ἀπέναντι ἀπό τό
σπίτι του, κλείδωσε πίσω του καί
κατευθύνθηκε στό Ἅγιο Βῆμα. Ἄναψε τά
δυό κεριά τῆς Ἁγίας Τραπέζης καί διάβασε
τό Ἀπόδειπνο μέ τούς Χαιρετισμούς.
Κατόπιν καί ἀπό μνήμης μέ πολλή κατάνυξι
καί δάκρυα μετανοίας ἀπήγγειλε στίχους
ἀπό τόν Ἱκετήριο Κανόνα στόν Κύριον
ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν:
«Ἰησοῦ
μου γλυκύτατε Χριστέ, Ἰησοῦ μακρόθυμε
ἐλέησόν με...,
Ἰησοῦ,
διάνοιξόν μοι πύλας μετανοίας καί
ἐλέησόν με...,
Ἰησοῦ
γλυκύτατε Χριστέ, Ἰησοῦ φιλάνθωπε,
ἐλέησόν με...,
Ἰησοῦ
εὔσπλαγχνε Χριστέ, Ἰησοῦ μου παντοδύναμε,
ἐλέησόν με...,