Οι Άγιοι Μανουήλ, Σαβὲλ καὶ Ἰσμαὴλ οἱ Μάρτυρες
Οι Άγιοι Μάρτυρες Μανουήλ, Σαβὲλ καὶ Ἰσμαὴλ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Περσία, ἦσαν ἀδελφοὶ καὶ ἄθλη σαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.).
Ὁ πατέρ ας τους ἦταν πυρολάτρης, ὅπως ὅλοι οἱ Πέρσες. Ἡ μητέρα του ὅμως, εὐσεβέστατη Χριστιαν ή, ἐμπιστεύθηκε αὐτοὺς στὸν εὐλαβὴ πρεσβύτερο Εὔνικο, γιὰ τὴ χριστιανικὴ αὐτῶν ἀγωγὴ καὶ μόρφωση. Στρατιωτικοὶ τὸ ἐπάγγελμα, ἀπεστάλησαν ὑπὸ τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Βαλτάνου στὴν Κωνσταντινούπολη ὡς πρεσβευτὲς εἰρήνης.
Ἀφιχθέντες στὴ Χαλκηδόν α εἶδαν τὸν αὐτοκράτορα Ἰουλιανὸ νὰ προσφέρει θυσία στὰ εἴδωλα, μὲ τὴν παρουσία πλήθους κόσμου, κατοίκων τῆς πόλεως, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦσαν τὴν εἰδωλολατρικὴ πλάνη.
Τοῦτο τοὺς ἐλύπησε πολὺ καὶ οἰκτείρησαν τὸ κράτος, ὁ ἀρχηγὸς τοῦ ὁποίου ἔγινε ἔνοχος τέτοιας ἀσέβειας.
Ἕνεκα τούτου καταγγέλθηκαν ὑπὸ τοῦ κουβικουλάριου Ἰνδικοῦ πρὸς τὸν Ἰουλιανό, προσαχθέντες δὲ ἀνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος καὶ μὴ πεισθέντες νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, ἀφοῦ τοὺς ἐχτύπησαν σκληρά, διεπέρασαν τοὺς ἀστραγάλους μὲ περόνες, ἔκαψαν τὶς μασχάλες μὲ ἀναμμένες λαμπάδες καὶ τοὺς ἐβασάνισαν ποικιλότροπα, τοὺς μετέφεραν, τὸ 363 μ.Χ., στὸ τεῖχος τοῦ Κωνσταντίνου κοντὰ στὴ Θράκη, σὲ γκρεμῶδες μέρος καὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν. Τὰ τίμια λείψανά τους, περισυλλεγέντα ὑπὸ πιστῶν Χριστιανῶν, ἐνταφιάσθηκαν μὲ τιμὴ καὶ εὐλάβεια.
Οι Άγιοι Μάρτυρες Μανουήλ, Σαβὲλ καὶ Ἰσμαὴλ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Περσία, ἦσαν ἀδελφοὶ καὶ ἄθλη σαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.).
Ὁ πατέρ ας τους ἦταν πυρολάτρης, ὅπως ὅλοι οἱ Πέρσες. Ἡ μητέρα του ὅμως, εὐσεβέστατη Χριστιαν ή, ἐμπιστεύθηκε αὐτοὺς στὸν εὐλαβὴ πρεσβύτερο Εὔνικο, γιὰ τὴ χριστιανικὴ αὐτῶν ἀγωγὴ καὶ μόρφωση. Στρατιωτικοὶ τὸ ἐπάγγελμα, ἀπεστάλησαν ὑπὸ τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Βαλτάνου στὴν Κωνσταντινούπολη ὡς πρεσβευτὲς εἰρήνης.
Ἀφιχθέντες στὴ Χαλκηδόν α εἶδαν τὸν αὐτοκράτορα Ἰουλιανὸ νὰ προσφέρει θυσία στὰ εἴδωλα, μὲ τὴν παρουσία πλήθους κόσμου, κατοίκων τῆς πόλεως, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦσαν τὴν εἰδωλολατρικὴ πλάνη.
Τοῦτο τοὺς ἐλύπησε πολὺ καὶ οἰκτείρησαν τὸ κράτος, ὁ ἀρχηγὸς τοῦ ὁποίου ἔγινε ἔνοχος τέτοιας ἀσέβειας.
Ἕνεκα τούτου καταγγέλθηκαν ὑπὸ τοῦ κουβικουλάριου Ἰνδικοῦ πρὸς τὸν Ἰουλιανό, προσαχθέντες δὲ ἀνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος καὶ μὴ πεισθέντες νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, ἀφοῦ τοὺς ἐχτύπησαν σκληρά, διεπέρασαν τοὺς ἀστραγάλους μὲ περόνες, ἔκαψαν τὶς μασχάλες μὲ ἀναμμένες λαμπάδες καὶ τοὺς ἐβασάνισαν ποικιλότροπα, τοὺς μετέφεραν, τὸ 363 μ.Χ., στὸ τεῖχος τοῦ Κωνσταντίνου κοντὰ στὴ Θράκη, σὲ γκρεμῶδες μέρος καὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν. Τὰ τίμια λείψανά τους, περισυλλεγέντα ὑπὸ πιστῶν Χριστιανῶν, ἐνταφιάσθηκαν μὲ τιμὴ καὶ εὐλάβεια.