Αὐτοί ἔβαλαν τά δυνατά τους. Τραβοῦσαν τά σχοινιά, ἀλλά ὁ σταυρός δέν κουνιόταν. Οἱ ἀπό κάτω φώναζαν.
...Κάποια
στιγμή γυρίζαμε ἀπό τήν κοινότητα στό σπίτι. Περνούσαμε τή γέφυρα
Ποκρόφσκι καί ὁ πατέρας μου μέ κρατοῦσε ἀπό τόν ὦμο, ἤ ὅπως ἤθελα νά
σκέφτομαι ἐγώ, στηριζόταν σέ μένα. Πίσω μας ἀκούσαμε τούς ἤχους ἑνός
φορτηγοῦ. Τέτοια αὐτοκίνητα στήν περιοχή μας ἐκείνη τήν ἐποχή ἦταν πολύ
σπάνιο φαινόμενο. Γυρίσαμε καί εἴδαμε στήν ὁδό Ποκρόσφκαγια ἕνα φορτηγό
αὐτοκίνητο, ἀνοιχτοῦ τύπου. Πάνω στήν καρότσα ἦταν ἀρκετοί ἄνθρωποι. Σέ
κάθε λακούβα, σέ κάθε στροφή, σφύριζαν, φώναζαν. Οἱ φωνές τους ἦταν οἱ
ἄγριες φωνές ἑνός μεθυσμένου πλήθους. Ξαφνικά, χωρίς νά τό περιμένουμε,
σταμάτησαν μπροστά στό Ναό τοῦ ἁγίου Νικολάου. Κατέβηκαν ὅλοι καί
κοιτοῦσαν τό Ναό. ῞Ενας ἀπ’ αὐτούς φοροῦσε τραγιάσκα, δίπλα του ἦταν
ἕνας λεπτός φαλακρός μ’ ἕνα μεγάλο χαρτοφύλακα στό χέρι. ῞Ολοι οἱ ἄλλοι
περίμεναν. ῾Ο ἄνθρωπος μέ τήν τραγιάσκα πλησίασε στό Ναό, φώναζε,
ἔδειχνε τά χαρτιά πού κρατοῦσε ὁ φαλακρός κι ἔπειτα ἔδειχνε τόν τροῦλλο.
http://hristospanagia3.blogspot.gr/