Ο π. Μελχισεδέκ πριν πάρει το μεγάλο σχήμα, λεγόταν ηγούμενος
Μιχαήλ και όπως όλοι οι ιερείς λειτουργούσε στο μοναστήρι. Ήταν
ξυλουργός, ικανός και επιμελής.
Στους ναούς και στα κελιά των αδελφών
υπάρχουν μπαούλα, αναλόγια, σκαλιστά προσκυνητάρια. καθίσματα, ντουλάπες
και πολλά άλλα χρηστικά έπιπλα βγαλμένα από τα χέρια του. Δούλευε
μάλιστα από νωρίς το πρωί μέχρι την νύχτα, προς μεγάλη χαρά τής
διοίκησης της μονής. Κάποτε, τού έδωσαν ευλογία να εκτελέσει για τη μονή
μια μεγάλη ξυλουργική εργασία. Δούλευε αρκετούς μήνες, χωρίς σχεδόν να
βγαίνει από το ξυλουργείο.
Κι όταν τελείωσε, ένιωσε τόσο άσχημα που, όπως λένε οι αυτόπτες
μάρτυρες, σωριάστηκε και έμεινε στον τόπο. Από τις φωνές των ανθρώπων
που ήταν μπροστά έτρεξαν αρκετοί μοναχοί, ανάμεσα τους και ο π. Ιωάννης
(Κρεστιάνκιν). Ο π. Μιχαήλ δεν έδινε κανένα σημείο ζωής. Όλοι ήταν
σκυμμένοι από πάνω του περίλυποι. Ξαφνικά ο π. Ιωάννης είπε: «Όχι, δεν
είναι μακαρίτης. Θα ζήσει ακόμα!».