Μνήμη Εὑρέσεως Τιμίου Σταυροῦ μετὰ τῶν Τιμίων Ἥλων ὑπὸ τῆς Ἁγίας Ἑλένης
Ἡ
Ἁγία Ἑλένη (247-328 μ.Χ.), μητέρα τοῦ πρώτου Χριστινανοῦ αὐτοκράτορα
Κωνσταντίνου Α’ τοῦ Μεγάλου (280/288-337 μ.Χ.), τὸ ἔτος 326 μ.Χ. πῆγε
στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου «μὲ μέγαν κόπον καὶ πολλὴν ἔξοδον καὶ φοβερίσματα
ηὖρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ τοὺς ἄλλους δυὸ σταυροὺς τῶν λῃστῶν», ὅπως
γράφει ὁ Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιρᾶς.
Κατὰ τὴν παράδοση, ὕστερα ἀπὸ τὴν πληροφορία κάποιου Ἑβραίου, μὲ τὸ
ὄνομα Ἰούδας, ὑποδείχθηκε ἡ θέση ὅπου ἔγινε ἡ ἀνασκαφή, κατὰ τὴν ὁποία
βρέθηκαν τρεῖς σταυροί, ἤτοι τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν δυὸ λῃστῶν.
Ἐπειδή, ὅμως, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀναγνωρισθεῖ ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς
σταυροὺς ἦταν τοῦ Κυρίου, ἡ Ἁγία Ἑλένη παρακάλεσε νὰ τεθεῖ διαδοχικὰ
ἐπάνω στοὺς σταυροὺς ἕνας νεκρὸς ποὺ τὸν πήγαιναν γιὰ ἐνταφιασμό. Μόλις
λοιπὸν ὁ νεκρὸς ἐτέθη ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου ἀναστήθηκε. Ἡ Ἁγία
Ἑλένη ἔθεσε τότε τὰ θεμέλια τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, τὴν ἀνέγερση τοῦ
ὁποίου διέταξε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν εὕρεση τοῦ
Τιμίου Σταυροῦ.